Categories

μπαμπης μιχαηλιδης THEORY OF GAMES vs βαρουφακης

Εχω και γω όπως κάνει τώρα ο κ. Βαρουφάκης, χρησιμοποιήσει εδώ και πολύ καιρό τη THEORY OF GAMES στο Βιβλίο μου Το μυθιστόρημα αμφισβήτησης και η ρήξη του λογοτεχνικού ιστού, για να ερμηνεύσω το νεοελληνικό μυθιστόρημα μεταξύ των ετών 1971 και 1993, εκδ. Δωρικός.
σήμερα, 8-3-2015

Παρακάτω δίνω δύο κείμενα, ένα για την τωρινή διαπραγμάτευση Ελλάδας Γιούρογκρουπ και ένα απόσπασμα από το βιβίο μου Το μυθιστόρημα αμφισβήτησης.
Και τα δυο κείμενα αυτά έχουν στην καρδιά τους την κατηγορία της ΘΕΩΡΙΑΣ ΤΩΝ ΠΑΙΓΝΙΩΝ, THEORY OF GAMES, θεωρίας που αποτέλεσε τη βάση μεταξύ άλλων, για να αποτραπεί ο Πόλεμος στην Κούβα μεταξύ ΕΣΣΔ και ΗΠΑ.

Δεν είμαι σίγουρος ότι η έννοια αυτή είναι ευρέως γνωστή στις παγκόσμιες συνέπειές της (πχ στην καθημερινή χρήση του όρου ΔΙΑΔΡΑΣΗ, ΔΙΑΔΡΑΣΤΙΚΟΣ.

Πρώτο κείμενο…
ΘΕΩΡΩ ΟΤΙ Η ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΙΟΥΡΟΓΚΡΟΥΠ ΤΗΣ 20ης ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ, ΠΟΥ ΒΓΗΚΕ ΧΑΡΗ ΣΤΟΥΣ κ.ΤΣΙΠΡΑ ΚΑΙ ΒΑΡΟΥΦΑΚΗ ΕΙΝΑΙ Η ΠΡΩΤΗ ΠΑΓΚΟΣΜΙΩΣ ΒΙΩΣΙΜΗ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΗ ΣΥΝΘΕΣΗ. ΟΥΤΕ ΑΠΟΛΥΤΟΣ ΝΕΟΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΙΣΜΟΣ, ΟΥΤΕ ΑΠΟΛΥΤΗ ΑΥΤΑΡΚΕΙΑ

Ως προς τη χρήση από τον κ. Βαρουφάκη των κατηγοριών της Θεωρίας των παιγνίων έχω να πω ότι είναι η πιο εύστοχη δικαιολόγηση του πού πάει, γιατί είναι το πιο ορθολογικό εργαλείο, για την περιγραφή οποιασδήποτε σύγκρουσης-αντίθεσης. Το πρώτο μάθημα που δίνει είναι ότι δεν είναι λογικό αν ο αντίπαλος χρησιμοποιεί σφεντόνα να τον αντιμετωπίσεις με πυρηνική βόμβα, δεν είναι ισορροπημένο. Οταν σήμερα, 8-3-2015, Ευρωπαίοι επίσημοι συντονίζουν τις καταστροφικές δηλώσεις τους για την Ελλάδα, πέρα από το άμεσο κακό, πέρα από την άρνηση να δώσουν τη συνδρομή τους, κάνουν το μεγαλύτερο κακό του στιγματισμού της χώρας.
Οταν μιλούν για κανόνες της Συνθήκης, πρώτοι αυτοί δεν τους τηρούν, χρησιμοποιώντας μια τέτοια καταλαλιά. Και αυτό όχι μόνο σήμερα, αλλά εκατοντάδες φορές από το 2010. Νισάφι πια. Και τον σκοπό αυτό τον ακολουθούν τα εννιά δέκατα των ελληνικών μέσων επικοινωνίας, που συνεχίζουν τις προεκλογικές συγχορδίες τους και μάλιστα όταν αυτό είναι σε πλήρη αναντιστοιχία με τα αισθήματα του ελληνικού λαού.
Αυτό το μήνυμα δεν είναι εκπορευόμενο από τον ευρωπαικό διαφωτισμό και δε διδάσκει τον κόσμο. ΄
Με τη θεωρία των παιγνίων THEORY OF GAMES, κτυπήθηκαν όλοι οι παραλογισμοί των εθνικισμών, των θρησκοληψιών. Με το σχηματισμό ενός ολόκληρου οιονεί ιεραρχικού σώματος ευρωπαίων πολιτικών αξιωματούχων, που συντονισμένα ακολουθεί το πρώτο βιολί, θα θεωρηθεί σιγά σιγά από τους λαούς ως Ιερά Συμμαχία. Η χρήση των συντονισμένων επιθέσεων εναντίον του εκάστοτε μικρού κράτους που βρίσκεται στο στόχαστρο εκάστοτε είναι ισοδύναμο με χρήση ατομικής βόμβας εναντίον κάποιου που αμύνεται με σφεντόνες.
Η κεντρική οργάνωση όλων των πραγμάτων της επεξεργασίας ιδεών, ώστε κάθε άτομο να ανήκει στο συνδικάτο, στο κόμμα, στο υπουργείο, στα μαζικά μέσα ενημέρωσης, στα μέγαρα πολιτισμού, και όλα να ελέγχονται από μια πηγή, όπως είχε επιτύχει ο Χίτλερ μαζί με Γκαίμπελς και Γκαίρινγκ απο το 1933 (βλ. Ρισάρ, Φασισμός και κουλτούρα, εκδ. Μπαρμπουνάκη) είναι εδώ και τριάντα περίπου χρόνια το μεγαλύτερο όπλο των χωρών του νεοφιλελευθερισμού. (σημ. Ξεκίνησαν να παρατηρούν το φαινόμενο από το τέλος της δεκαετίας του 60, ιδίως ο Χοροβιτς. βλ. The Iron Report)

Εγραφα στο παραπάνω βιβλίο μου και τα εξής :
Για να έχουμε ένα συνεκτικό εξηγητικό σύστημα του δικτύου των περίπλοκων σχέσεων μέσα στο ελληνικό λογοτεχνικό πεδίο, χρησιμοποιούμε τον παραλληλισμό ανάμεσα στο παιγνίδι και την καθημερινή ζωή, παραλληλισμό, που έχει εισαχθεί από τη διαδραστική σχολή.

1.1 Είναι μετάθεση της θεωρίας των παιγνίων, όπως προτάθηκε από τον Erving Goffman.
Για να έχουμε ένα συνεκτικό εξηγητικό σύστημα του δικτύου των περίπλοκων σχέσεων μέσα στο ελληνικό λογοτεχνικό πεδίο, χρησιμοποιούμε τον παραλληλισμό ανάμεσα στο παιγνίδι και την καθημερινή ζωή, παραλληλισμό, που έχει εισαχθεί από τη διαδραστική σχολή. Είναι μετάθεση της θεωρίας των παιγνίων, όπως προτάθηκε από τον Erving Goffman. Στο βάθος αυτό που μας ενδιαφέρει είναι να χρησιμοποιήσουμε τον παραλληλισμό ανάμεσα στο παιγνίδι και την καθημερινή ζωή, πραγματική ή αφηγηματική, γιατί είναι η μόνη γενίκευση που μας παρέχει ένα δίκτυο αναγκαίων εννοιών για τον ορισμό των ποικίλων μορφών της λογοτεχνίας που παρουσιάζουμε εδώ. Εξάλλου με την προσδιορισμένη αυτή έννοια αποφεύγουμε τον κίνδυνο να καταφύγουμε σε έννοιες μεταφυσικές όπως το Ωραίο, ή το Απόλυτο. Στην έννοια του παιγνιδιού βλέπουμε ένα μοντέλο, που μετράει με κάποιον τρόπο τους τύπους της κοινωνικής δράσης και μέσα στα λογοτεχνικά αφηγηματικά έργα και μέσα στην καθημερινή ζωή της ελληνικής κοινωνίας. Με αυτήν περιγράφουμε τις πράξεις που αναδύονται μέσα από την επικοινωνία, από τις σχέσεις του ενός με τον άλλο, για παράδειγμα τις κρίσεις για τους καλούς και τους κακούς και άλλες πράξεις, με τις οποίες τα πρόσωπα συνδέονται μεταξύ τους και μπαίνουν σε μια σχέση με τους θεσμούς της κοινωνίας. Πράγματι, το λογικό μοντέλο των παιγνιδιών είναι κατάλληλο να δείξει ολόκληρο το δίκτυο διαδικασιών, που συνοδεύουν τα ετικεταρίσματα, τις ρετσινιές, που ορίζουν τις αφηγηματικές καταστάσεις μέσα στα αναλυόμενα έργα, αλλά και τις σχέσεις των έργων με το λογοτεχνικό πεδίο, κυρίως επειδή αποδίδει μια αποφασιστική σπουδαιότητα στο νόημα των αξιών, δηλαδή στις πληροφορίες που μας είναι απαραίτητες για να ορίσουμε την πλασματική ζωή και τον αφηγηματικό κόσμο. Αλλά πρέπει να τονίσουμε ότι το μοντέλο των παιγνιδιών λογοδοτεί μόνο για τους κανόνες κάθε παιγνιδιού, που περιγράφουν για κάθε συμμετέχοντα πώς να συμπεριφέρεται και ποιες επιλογές θα κάνει σε κάθε δυνατή κατάσταση. Η εφαρμογή αυτών των αρχών εξαρτάται από την εκτίμηση της κατάστασης σε όρους πιθανοτήτων. Είναι η διάκριση ανάμεσα στα είδη παιγνιδιών, που ενδιαφέρει τη μελέτη μας. Δηλαδή από τη μια υπάρχουν παιγνίδια, όπου η αξιολόγηση της κατάστασης δεν προκαλεί προβλήματα. Είναι τα παιγνίδια πλήρους πληροφορίας. Απ’ την άλλη υπάρχουν τα παιγνίδια ατελούς πληροφορίας, οσάκις η κατάσταση είναι προβληματική. Η ίδια η ζωή παραλληλίζεται με παιγνίδι ατελούς πληροφορίας. Μπορούμε λοιπόν να δούμε, γιατί η δέσμη ενννοιών, που περιλαμβάνονται στο μοντέλο των παιγνιδιών είναι κατάλληλο, για να το χρησιμοποιήσουμε ως εργαλείο για να ορίσουμε το γνώρισμα της “διαδραστικής οπτικής” της λογοτεχνίας που μελετάμε. Συγκεκριμένα, αν κάθε συμπαίχτης στο παιγνίδι αποφασίζει να παίξει λοτικά, θα διαλέξει την κίνηση, που αντιπροσωπεύει το μέγιστο των κερδών για το ελάχιστο του ρίσκου. Οταν το παιγνίδι είναι πλήρους πληροφορίας ή με μηδενικό αποτέλεσμα, η κατάσταση δεν προκαλεί προβλήματα για τους πρωταγωνιστές, όπως συμβαίνει με το παιγνίδι του σκακιού. Αντίθετα στα παιγνίδια ατελούς πληροφορίας, όπως το μπριτζ, δεν είναι δυνατό ο πρωταγωνιστής να προβλέψει όλες τις δυνατότητες των συμπαιχτών του. Τότε, συμβαίνει αυτό που είναι ουσιώδες για τη μελέτη μας, δηλαδή το γεγονός ότι σύμφωνα με τη μαθηματική επιστήμη, οι τρόποι ορισμού της καθημερινής ζωής ποικίλλουν, γιατί δεν υπάρχει θέση ιδανική, απ’όπου θα ήταν δυνατό να διαθέσει κανείς όλη την αναγκαία πληροφορία, γιατί κάθε θέση είναι μοναδική στο ότι δίνει πρόσβαση σε ένα περιορισμένο πεδίο πληροφοριών. Ετσι, η έννοια του παιγνιδιού επιτρέπει να καταλάβουμε ποιος τύπος λογικότητας διέπουσας τα μνημονευόμενα έργα, οδηγεί στην ιδέα ότι η κοινωνική πραγματικότητα δεν ορίζεται από τα έξω, αλλά είναι υπόθεση εκτίμησης από την πλευρά των ατόμων και των ομάδων. Καθένας αναζητεί να του επιβάλλει έναν ορισμό και όλοι εκείνοι, οι οποίοι εμπλέκονται μέσα στην κατάσταση βαδίζουν με τον ίδιο τρόπο. Και ο λογικός ορισμός της κατάστασης πραγματοποιείται, όταν οι αλληλεπιδρώντες (οι επικοινωνούντες ) πετυχαίνουν να ετοιμάσουν την κοινή στρατηγική, που μεγιστοποιεί τα κέρδη για όλους και ελαχιστοποιεί το ρίσκο για όλους.
Λοιπόν, ο “κοινός στρεβλός καθημερινός λόγος” αναλύεται εδώ σε μια μορφή κοινωνικής δράσης, όπου η έννοια του μέσου διαχωρίζεται από την έννοια του σκοπού. Εφόσον η οικονομική αρχή κυριαρχεί στη σύγχρονη ζωή, όλες οι συμπεριφορές ακολουθούν την αρχή του του μικρότερου ρίσκου για το μεγαλύτερο κέρδος, η οποία στερεί από κάθε άτομο την επιλογή του τρόπου της ζωής του, αφού πρέπει να επιλέξει το μικρότερο ρίσκο για το μεγαλύτερο κέρδος. Ο παραλληλισμός ανάμεσα στη ζωή και το παιχνίδι είχε επιχειρηθεί από τον Blaise Pascal:
“ Ένας τέτοιος άνθρωπος περνά τη ζωή του χωρίς έγνοιες, παίζοντας έστω για λίγο κάθε μέρα. Δώστε του κάθε πρωί τα χρήματα, που μπορεί να κερδίσει, υπό τον όρο να μην παίξει καθόλου: θα τον κάνετε δυστυχισμένο. Θα λέγαμε ίσως ότι, αυτό που ψάχνει είναι η διασκέδαση του παιχνιδιού, και όχι το κέρδος. Βάλτε τον λοιπόν να παίξει για το τίποτα και σίγουρα θα ενοχληθεί.
Ο Πασκάλ λέει παραπέρα ότι ευχάριστη είναι μια ζωή, που έχει ως κίνητρο την ελπίδα και τη διασκέδαση. Αλλά για να το επιτύχει κανείς, πρέπει να ξεχάσει τη σαφή διάκριση ανάμεσα σε σκοπούς και σε μέσα, γιατί το παν στηρίζεται στην αμφισημία, οπότε κανένας παίκτης δεν μπορεί να ξεκαθαρίσει αν παίζει για να πετύχει μια ανάλαφρη κατάσταση εκνευρισμού, ή εάν παίζει για να κερδίσει.
Είναι προφανές ότι η ελληνική κοινωνία, που βγαίνει από την παράδοση, αρχίζει να γίνεται λίγο παραδοσιακή, λίγο μοντέρνα. Συνδυάζει δε τα κακά και των δύο. Και τότε, ιδίως μετά το 1970 η ανάμειξη της ιεραρχικής παραδοσιακής δομής και του οικονομικού εργαλειακού υπολογισμού υποβαθμίζει κάθε αξία της κουλτούρας σε οικονομική αξία και έχουμε μια υποβάθμιση της ζωής. Οι αξίες υποβαθμίζονται κυρίως στα πλαίσια της ομάδας, στην οποία ανήκει ο καθένας, γιατί τώρα η στρατηγική του μικρότερου ρίσκου για το μεγαλύτερο κέρδος εξαρτάται από τη εκτίμηση, που λαβαίνει χώρα μέσα σε κάθε κοινότητα, σε κάθε ομάδα. Έτσι, ο χαρακτήρας της πραγματικότητας αλλάζει ριζικά στον κοινωνικό χώρο, γιατί, εφόσον το κριτήριο που θα επιλέξουμε είναι η αιτιολογημένη στάση, δεν είναι δυνατός πια ένας πλούσιος και ελεύθερος ορισμός της κατάστασης, αλλά όλοι υποχρεώνονται να προσαρμόζονται καθημερινά με τις απαιτήσεις των κανόνων, που επιβάλλονται από το “κοινό καθημερινό λόγο”. Αλλά, για τους συγγραφείς της αμφισβήτησης η ζωή αυτή δεν είναι παρά μια από τις δυνατές μορφές της ζωής, γιατί η καθημερινή ζωή δεν είναι ένα εργαλειακά λογικό παιχνίδι, στο οποίο οι πληροφορίες είναι πολύ καλά προσδιορισμένες, εφόσον στην καθημερινή ζωή η πληροφορία είναι ατελής και δεν μπορούμε πάντα ν’αποφασίσουμε, ποιο είναι το μέσο και ποιος είναι ο σκοπός. Επομένως ο καθένας μπορεί να ερμηνεύει διαφορέτικά την πληροφορία για την κάθε κατάσταση.
Βέβαια γίνεται δύσκολο οι άνθρωποι, μπλεγμένοι καθώς είναι στην κρούστα της κοινής στρεβλής γλώσσας, να δουν στο βάθος της, όπου κρύβεται η διαίρεση της εργασίας και ο κοινωνικός καταναγκασμός. Γιατί δε δίνεται στο νόημα καμιά αξία ουσιαστική, από τη στιγμή που η κοινή στρεβλή γλώσσα δεν εγκαθιστά παρά σχετικές διαφορές. Η καλοσύνη είναι το αντίθετο της κακίας, η εξουσία είναι το αντίθετο της υποταγής κοκ. Κρύβεται όμως η σιωπή, η άρνηση, η άλλη διάσταση της γλώσσας και η σκέψη χάνει τη διάσταση της αναδρομικής κίνησης.
Γι’αυτό, ρητά ή υπονοούμενα, οι συγγραφείς της αμφισβήτησης επιμένουν στο ότι η γλώσσα πρέπει να έχει πάντα μια επιπλέον διάσταση, η μια διαφορετική διάσταση από τον κοινό στρεβλό λόγο.

ΤΟ ΣΤΗΜΕΝΟ ΠΑΙΓΝΙΔΙ ΣΤΟ ΔΕΛΗΟΛΑΝΗ ΚΑΙ ΣΤΟ ΣΟΥΡΟΥΝΗ ΩΣ ΑΛΛΗΓΟΡΙΑ ΤΗΣ ΣΥΓΧΡΟΝΗΣ ΖΩΗΣ

Το παιγνίδι είναι στημένο, όταν ο παίχτης ποντάρει σύμφωνα με το μέγεθος του στοιχήματος και όχι σύμφωνα με το νόημα του ίδιου του παιγνιδιού. Για παράδειγμα το αφηγηματικό κείμενο του Δεληολάνη παρουσιάζει τη ζωή σαν ένα στημένο παιχνίδι. Ένας φοιτητής που είναι παράλληλα και έμπορος ναρκωτικών, προσπαθεί να μας δώσει να καταλάβουμε, γιατί η μάζα δεν μπορεί να έχει πρόσβαση στην ταξική συνείδηση κάτω από τις σημερινές συνθήκες.
“ Η ίδια η ύπαρξη αυτού του συστήματος ( του κράτους-πρόνοιας ) στηρίζεται στην οργάνωση μιας κάποιας αγαθοεργίας, που αποσκοπεί στην αποφόρτιση της κοινωνικής έντασης. Αλλά, το παιχνίδι διεξάγεται στο επίπεδο της κυριαρχίας, της συνοχής του κοινωνικού ιστού στη βάση της παραγωγής, αποκλείοντας τεράστιες μάζες, για να γνωρίζουμε όλο το πιθανό εργατικό δυναμικό.”
Εξάλλου, στο βάθος, το έργο του Σουρούνη Οι Συμπαίχτες είναι μια αλληγορία, που παρουσιάζει τη σύγχρονη ζωή σαν ένα στημένο παιχνίδι χαρτιών, επειδή ακριβώς κυριαρχείται από την αρχή του μεγαλύτερου οικονομικού κέρδους με το μικρότερο ρίσκο, χωρίς οι συμπαίχτες να έχουν κατασταλάξει, αν το νόημα της ζωής εξαντλείται στην οικονομία. Ο Σουρούνης κάνει αυτό τον υπαινιγμό ρητά. Επιπλέον, στο αφηγηματικό κείμενο του Σουρούνη, ξεκινώντας από τη συνάντηση του Νούση με τον Παπαλιά, ως το τέλος του, όλα είναι οργανωμένα γύρω από ένα παιχνίδι χαρτιών. Για παράδειγμα ο Παπαλιάς, δαιμόνιος μικροαπατεώνας, που ζει στη Γερμανία, προτείνει στο Νούση να συμμετάσχει σε ένα στημένο παιγνίδι στην Κολωνία, όπου σκοπεύει να ξεπουπουλιάσει όσους θα λάβουν μέρος σ’αυτό. Ο διάλογός τους, για να κλείσει η συμφωνία, είναι κι’αυτός ένα παιγνίδι, που μάλιστα ανακαλεί την πρώτη αρχαία ελληνική συστατική πράξη της ρητορικής.
“Έκανα περιουσία, ( λέει ο Παπαλιάς στο Νούση, ενώ πίνουν, καθισμένοι σ’ένα ελληνικό εστιατόριο της Φρανκφούρτης ), όπως βλέπεις.
-Είναι προφανές.
-Εντελώς αυθόρμητα, ο Παπαλιάς ρίχνει μια ματιά στον εαυτό του, λέγοντας: – Κομψός! Εγκρίνεις;.. Υπάρχει μια μικρή που τρελαίνεται να δουλεύει για μένα.. Και συ, πώς τα πας;
-Εγώ, δουλεύω για δικό μου λογαριασμό.
-Στο εργοστάσιο, ε;
-Μμμ…
-Και γω, αναρωτιόμουν, πώς γίνεται και πολλαπλασιάστηκαν τόσο πολύ τα κορόιδα! Και δεν παίζεις πια χαρτιά; Σε μια ωρίτσα, θα γίνει ένα παιχνίδι χαρτιών. Θέλεις να έρθεις;
-Πού;
-Στο σπίτι μιας φίλης γερμανίδας. Ένα πρόσωπο εμπιστοσύνης…
-Έχω διακόσια μάρκα. Φτάνουν;
-Όχι ιδιαίτερα. Θα σου προσθέσω ακόμα χίλια. Αν κερδίσεις, θα μου δώσεις το είκοσι τοις εκατό. Σύμφωνοι;
-Και αν χάσω; Εξάλλου, δεν έχω πια δουλειά.
-Μα όχι. Εάν είναι έτσι, τότε θα κερδίσεις σίγουρα.
-Ας βάλουμε ένα στοίχημα, για να είμαστε σίγουροι.
-Τι είδους στοίχημα, εννοείς;
Εσύ, ποντάρεις στη νίκη μου. επομένως, αν χάσω, χάνεις και συ. Αν κερδίσω, θα κερδίσεις το είκοσι τοις εκατό, όπως εσύ πρότεινες…
-Εντάξει, μανίτσα μου, όπως θέλεις… Το πάω το ξεφτιλισμένο σου το στοίχημα, αλλά σε προειδοποιώ ότι θα το χάσεις. Θα τσεπώσεις τα λεφτά τους, θέλω να πω.”
Πρώτα απ’όλα, λοιπόν, πρέπει να υπογραμμίσουμε εδώ μια αξιοσημείωτη ομοιότητα ανάμεσα στο στοίχημα του Νούση και το στοίχημα του ρήτορα Τισία, μαθητή του Κόρακα από τις Συρακούσες, που υπήρξε ο πρώτος ρητοροδιδάσκαλος. Ανάλογο ήταν και το στοίχημα του Πρωταγόρα και του οπαδού του, του Εύαθλου. Ο Κόρακας, λοιπόν, είχε κάνει μια συμφωνία, για το πώς θα πλήρωνε την αμοιβή του ο μαθητής του Τισίας. Εάν ο Τισίας κέρδιζε στην πρώτη του δίκη, τότε θα πλήρωνε το δάσκαλό του. Ομως ο Τισίας καθυστερούσε να εξασκήσει το επάγγελμά του ως δικηγόρος, κάτι που υποχρέωσε το δάσκαλό του να υποβάλει μήνυση εναντίον του, για να πάρει την αμοιβή του. Λοιπόν, ο Τισίας υποστήριξε τ’ακόλουθα ενώπιον του δικαστηρίου:
“Δεν πρέπει να πληρώσω το δάσκαλό μου, γιατί, εάν χάσω αυτή τη δίκη, τότε, σύμφωνα με τη συμφωνία δεν του οφείλω τίποτα, και εάν κερδίσω, επίσης δεν του οφείλω τίποτα, επειδή το νίκησα.” Και ο Κόρακας όμως απάντησε με την ίδια στρεψόδικη πονηριά. “ Εάν κερδίσω αυτή την υπόθεση, τότε ο Τισίας πρέπει να με πληρώσει, σύμφωνα με την απόφαση του δικαστηρίου, και εάν χάσω, πρέπει επίσης να με πληρώσει σύμφωνα με τη συμφωνία.”
Ο Νούσης πάντως δέχεται την πρόταση του φίλου του Παπαλιά, παρόλους τους δισταγμούς του, και οι τρεις “φίλοι”, ο Παπαλιάς, ο Jovani και ο Νούσης αναχωρούν για το μέρος της συνάντησης. Συναντούν εκεί ένα πλήθος παικτών, μεταξύ των οποίων δύο Γερμανούς, τον Βάλτερ και το Μάνουελ, και πολλούς Έλληνες. Αυτό το παιχνίδι παρουσιάζεται να ανακεφαλαιώνει όλη τη ζωή αυτών των ανθρώπων. Είναι επομένως προφανές ότι η αναπαράσταση μιας παρτίδας πόκερ χωρίς κανόνες είναι μια παραβολή του νοήματος που δίνει το έργο στη σύγχρονη ζωή.
Θα παλουκωθούν ένα οχτάωροκαι θα σηκωθούν με έξι μηνιάτικα στην τσέπη. Χτες, Σάββατο, τα κοτόπουλα έπαιξαν μεταξύ τους, ξεκαθάρισαν μόνα τους, απόμειναν για να τα αναλάβουν οι σφάχτες τής Κολονίας. Γελάνε. Εγώ τδ λέω πάντα, Σάββατο παίζουν μόνο oι καψούρηδες, μόλις πιάσουν το μηνιάτικο στά χέρια τρέχουν καί το άκουμπάνε σέ άλλους καψούρηδες, πού μέχρι το πρωί θά έχουν γίνει σάν λείψανα καί ίσα πού θά στρώνονται γιά ύπνο, έρχεσαι εσύ φρέσκος καί ωραίος καί βρίσκοντας ένα πηγάδι πτώματα, το μδνο που κάνεις είναι να τα θάψεις καί νά γυρίσεις σπιτάκι σου με τις περιουσίες τους στδ πορτo-φδλι σου. Ετσι, μανίτσα μου; Τους οδηγεί σε έναν οικισμό στην άκρη της πόλης που μοιάζει μέ στρατώνα. Τρία παραπήγματα από τσιμέντο σχηματίζουν ένα μεγάλο Π καί ατη μέση τού αύλ6γυρου ένα τέταρτο έχει χτιστεϊ βιαστικά γιά νά καλύψει άπρό-σμενες ανάγκες. Μπαίνουν σ’ αυτό το τελευταίο, το νεόχτιστο και ο Νούσης μυρίζει τήν εποχή που ήταν φαντάρος. Αριστερά καί δεξιά στη σειρά διώροφα κρεβάτια καί σκύβει νά δεϊ μήπως και ύπάρχουν στά κρεμαστάρια σακίδια καί ντου-φέκια. Οχι δέν δπάρχουν μόνο καρφιτσωμένες φωτο-γραφίες στούς τοίχους μέσα σέ έλληνικές αύλές, μέ γυναικείες άγκαλιές yεμάτες μωρά, μέ άντρδγυνα πού στηρίζονται ο ένας πλάι στον άλλο, μέ κοπέλες πού γιά άγνωστο λδγο γελανε και με γέρικα πρδσωπα που δεν έχουν λδγο να γελάσουν. Ο Νούσης αισθάνεται σαν να του βάλανε τρικλο-ποδιά. Το στομάχι του ταράζεται αε ίσα διαατήματα, λες και κάποιος καρφώνει εκεί όλες τοϋτες τίς φωτογραφίες μέ πρδκες μεγάλες, πατερδπροκες. Μέρα έξδδου σήμερα, δ Θάλαμος εiναι άδειος εκτός από δυδ τρεϊς πού βρίσκονται στά κρεβάτια ξαπλωμένοι μέ τά ρούχα καί άλλους καμιά δεκαριά πού κάθονται στο βάθος γύρω από ένα τραπέζι. Πηγαίνουν προς τδ μέρος τους και ο Παπαλιάς κάνει τίς συστάσεις σάν άρχάγγελος. Εiναι αυτός που τους προμηθεύει γυναίκες, λεφτά μέ τδ αζημίωτο καί άπδ καμιά φορά καί ένα σφάχτη. Τδ χέρι τοϋ Νούση σκληρδ το ίδιο, ταξιδεύει μέσα σέ παλάμες γρανί-τινες; Είναι σαν να ανεβαίνει ένα πέτρινο βουνδ κι δταν φτάνει στήν κορυφή και αντικρύζει τα πρδσωπα, καταλαβαίνει δτι δυδ λύσεις υπάρχουν ή νά πέσει από κει πάνω καί ό,τι γίνει ή να καθήσει στην καρέκλα που τοϋ φέρνουν καί νά περιμένει τδ θάνατό του γιά νά τδν κατεβάσουν εϋγενικά στούς ώμους τους και όχι τραυματισμένο σέρνοντάς τον από τα ποδάρια. Τά παιδιά από δω δε θα παίξουν, είναι χαμένοι από τα χτές, αν δε σας ενοχλεί θα ‘θελαν να παρακολουθήσουν το παιχνίδι, να δούνε ποϋ Θά καταλήξουν τά λεφτά τους. Τά παιδιά άπδ δώ εϊναι περίπου οί μισοί. Βέβαια καί δικαίωμά τους καί μεϊς στή Θέση τους… Μόνο λίγο μακριά, ε, μάνα μου, καί παρακαλώ τά μέγιστα όχι κρίσεις καί σχόλια. Ο Παπαλιάς παίρνει θέση απέναντι απδ τον Νούση, ο Τζοβάνι πίσω του. Πρώτος γύρος καί κάποιος κάνει ένα μαμουθάκι, ο Νούσης μπαίνει πιο πολύ από ευγένεια καί προτού να κατλάβει τι γίνεται, βγαίνει φτωχότερος κατά τετρακδστα μάρκά. Μαθαίνει όμως ότι όλοι τους είναι συγχωριανοί ή κοντοχωριανοί καί δτι συνεχίζεται μεταξύ τους ένας αγώνας που είχε αρχίσει στήν πλατεία τοϋ χωριοϋ τους. Βλέπει νά γίνονται χτυπήματα άγρια, ασυλλδγιστα, πού δέν άντλουν τή δύναμή τους άπδ τά φύλλα πού έχει δ άλλος στά χέρια του, άλλά άπδ τά χρήματα πού έχει μπροστά του. Νιώθει πίσω στδ λαιμδ του τήν άγανάχτηση τοϋ Τζοβάνι καθώς ξεφυσάει κάθε τδσο άπδ τή μύτη καί εiναι σάν νά τοϋ άνοίγουν τρύπες στδ σβέρκο καί του εμφυσοϋν με καλαμάκι στδν έγκέφαλο δλες τίς πράξεις καί τίς λέξεις που κατά καιρούς τδν έκαναν μπαρούτι. Θυμάται πού τδν ρώτησε στο τρένο, αν σέ περίπτωση καβγά πρέπει νά καβγαδίσει σύμφωνα μέ τούς κανδνες της πυγμαχίας και νοσταλγεί εκείνο τδ τρένο.”
Σ’αυτή, λοιπόν, την ενότητα επανέρχονται όλοι οι όροι που σημαίνουν ότι στα μάτια του συγγραφέα, το στημένο παιχνίδι είναι η ίδια η ζωή. Το αποκορύφωμα έρχεται τη στιγμή που ένα ποσό πέντε χιλιάδων πεντακοσίων μάρκων έχει ήδη σχηματίσει μια μεγάλη στοίβα πάνω στο τραπέζι, ο Νούσης περιμένει έναν άσσο, για να κερδίσει. Ο Παπαλιάς, που μοιράζει τα φύλλα, του έδωσε κλεφτά έναν άσσο σπαθί, αλλά εκείνη τη στιγμή, ένα χέρι του αρπάζει το δικό του και μια φωνή αλαφιασμένη, του ζητά να δείξει το χαρτί, που βρίσκεται στο κάτω μέρος της τράπουλας. Ένας άσσος εμφανίζεται και ο καβγάς αρχίζει, κατά τη διάρκεια του οποίου ο Νούσης τραυματίζεται και λιποθυμά. Όταν συνήρθε, βρήκε τον Jovani, τον καλύτερό του φίλο, νεκρό.
Πού βρίσκεται η απάτη εδώ; Σύμφωνα με τα μαθηματικά “ κάθε παίκτης στα παιχνίδια καθαρής τύχης, ο οποίος θέλει να κερδίσει ένα μεγάλο ποσό μ’ένα μικρό κεφάλαιο, είναι σίγουρο ότι θα χάσει αυτό το κεφάλαιο, εάν το παιχνίδι δεν είναι ευνοϊκό. Αυτός είναι ο λόγος , για τον οποίο οι διοργανωτές παιχνιδιών ( παιχνίδια με μπάλες, ρουλέτα, κορώνα ή γράμματα ) έχουν επιβάλλει συνθήκες που τους ευνοούν ιδιαίτερα: είναι σίγουροι ότι θα κερδίσουν στο τέλος και ότι θα κερδίσουν πολλά, ότι θα κερδίζουν σε κάθε στιγμή που θα παρουσιάζονται περισσότεροι παίκτες, ακόμα περισσότερα.”
Πρώτα απ’όλα ο αφηγητής και οι συμπαίκτες του οργανώνουν μια απάτη κατά τη διάρκεια του παιχνιδιού που περιγράψαμε. Οι αντίπαλοι τους είναι επίσης απατεώνες. Εξάλλου, αυτοί που επιβάλλουν πάντα τους όρους τους στην καθημερινή ζωή, είναι και στο χαρτοπαίγνιο απατεώνες. Ομως, σε τελευταία ανάλυση, η πιο μεγάλη απάτη ολοκληρώνεται, όταν ο αφηγητής παραιτείται από την εκδίκηση για το θάνατο του φίλου του, σε αντάλλαγμα ενός χρηματικού ποσού. Ομως, το γεγονός ότι ο πρωταγωνιστής δέχεται χρήματα εκ μέρους των δολοφόνων του φίλου του, ως αντάλλαγμα για τη σιωπή του, δεν αποτελεί μια αποζημίωση για την απώλεια, γιατί η φιλία έπρεπε να μείνει εκτός παιχνιδιού.

ΤΟ ΠΑΙΓΝΙΔΙ ΩΣ ΕΞΗΓΗΣΗ ΤΗΣ ΑΠΟΥΣΙΑΣ ΤΗΣ ΕΝΝΟΙΑΣ ΤΗΣ ΤΙΜΗΣ ΣΤΑ ΜΟΝΤΕΡΝΑ “ΛΗΣΤΡΙΚΑ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑΤΑ”

Το παράδειγμα της περιθωριοποίησης ενός αφηγηματικού ήρωα εξαιτίας της στρεβλής κοινής γλώσσας εξηγείται επίσης με το μοντέλο του παιγνιδιού..
Ο στρεβλός κοινός λόγος λειτουργεί με τον τρόπο που υποδεικνύει ο Greimas, δηλαδή μέσα από τα σημειωτικά συστήματα συνδήλωσης, που ολοκληρώνουν τους ανθρώπους μέσα στην κουλτούρα. Οι άνθρωποι κρίνονται, επαινούνται ή κατακρίνονται, περνούν από ένα χώρισμα σε ένα άλλο με βάση αυτή την ταξινδμηση.
Στα ληστρικά έργα του δείγματός μας το έγκλημα δεν είναι η αιτία της περιθωριοποίσησης του ήρωα, αλλά το γεγονός ότι οι γύρω τον ρετσινάρουν ως αποκλίνοντα. Η απόδειξη βρίσκεται στο ότι η παράβαση του νόμου δεν πραγματοποιείται στιγμιαία, αλλά με μια μακρόχρονη διαδικασία, που ο αφηγητής τη βλέπει σαν ένα πέρασμα ασαφές, απροσδιόριστο, γιατί ο αποκλίνων υπάρχει με έναν τρόπο μεταβατικό, ανάμεσα στα όρια ανάμεσα στο συμβατικό κανόνα και το έγκλημα, επειδή αναβάλλει για πιο αργά την επιβεβαίωση του ότι γίνεται εγκληματίας.
Μάλιστα η κοινή γλώσσα ταξινομεί τους ανθρώπους σε τάξεις κσι σε τύπους. Ετσι, δυο παράγοντες παράγουν και επιβάλλουν νόημα, η ολική κοινωνία και η ομάδα των γνωρίμων μέσα από τις κατηγοριοποιήσεις. Η κατηγορία της διαδραστικής οπτικής των έργων της λογοτεχνίας εξάγεται επαγωγικά, οσάκις ο αφηγηματικός ήρωας βρίσκεται μπροστά στις διαστρεβλώσεις εκείνου που είναι το ουσιαστικό, έτσι όπως ο καθένας το ορίζει για τον εαυτό του. Το ιδιαίτερο της διαδραστικής σχολής είναι ότι εντοπίζει ότι στην καθημερινή ζωή οι κανόνες εξάγονται ως μια σχέση διαδραστική ανάμεσα στις στάσεις των μελών κάθε ομάδας, κατά τη διάρκεια των καθημερινών συναναστροφών. Επειδή μάλιστα η διαδικασία αυτή στην Ελλάδα, σύμφωνα με τις παρατηρήσεις των πιο έγκυρων κοινωνιολόγων, είναι άτυπη και μεροληπτική, την ονομάααμε “κοινό στρεβλό λόγο της καθημερινής ζωής”. Ομως η διαδραστική οπτική θεωρεί ότι κύριο ρόλο παίζει η αλληλεπίδραση ανάμεσα στους ανθρώπους, στις ομάδες, στις τωρινές και χθεσινές συλλογικές μνήμες, δηλαδή η επικοινωνία, όπου εμπλέκονται ο νομοθέτης ή πομπός, ο δέκτης και το μήνυμα. Και από αυτήν την αλληλεπίδραση αναδύεται το ατομικό εγώ. Η διαδραστικά αναδυόμενη συνείδηση έχει ένα προαίσθημα για την πολυσύνθετη φύση του αντικειμένου, ακόμα και πριν από την κατοίκηση από τον ορθό λόγο. Διαπερνά με την αλήθεια της το κενό μεταξύ ρητορικής απάτης και των κυρίαρχων των συμβόλων. Αλλά κυρίως η διαδραστική οπτική βλέπει ότι οι συμπεριφορές προσδιορίζονται όχι από τις ορατές αιτίες, που είναι τα ερεθίσματα. Αντίθετα η συμπεριφορά προσδιορίζεται από την ύπαρξη των νοημάτων, των συμβόλων, του σημαντικού άλλου, τών στάσεων και των ομάδων αναφοράς. Ισχύει για τη διαδραστική οπτική η διαπίστωση: “Η απλούστερη κοινωνική δράση δεν μπορεί να γίνει χωρίς τη μεσολάβηση τουλάχιστο ενός άλλου προσώπου. Δηλαδή η αντίληψη, ο σκοπός της πράξης, παίζει κύριο ρόλο στην εξέλιξη της δράσης.”
Η Αμφισβήτηση δε εν ονόματι αξιών και σκοπών εξαρτάται από τη γνώμη του καθενός, από τη συνείδησή του. Αλλ’όταν στην ελληνική κοινωνία υπάρχει σύγχυση σκοπών και μέσεων, ο αμφισβητών αρνιέται να υπακούσει στους νόμους. Αυτή η διάκριση θέτει ζήτημα αξιών και σκοπών, κάτι που πάει στην αβέβαια περιοχή των αξιών και της μεταφυσικής. Και είναι μεταφυσική η επιβολή μιας θέλησης πάνω σε μια άλλη, εφόσον προϋποθέτει μια ιεραρχία ανθρώπων και αξιών που είναι μεταφυσική.

ΤΟ ΠΑΙΓΝΙΔΙ ΩΣ ΑΙΣΘΗΤΙΚΗ ΑΡΧΗ

Στη Γερωνυμάκη, ξαναβρίσκουμε την εικόνα της ζωής σαν ένα “σύνολο συνδυασμών”. Η ιδέα που κρύβεται εδώ είναι ότι η ζωή και ο κόσμος αποτελούν ασυνεχείς οντότητες, σαν ένα άπειρο παιχνίδι διαφορετικών συνδυασμών. Η αταξία του κόσμου δεν εμποδίζει την περιοδική επανάληψη αριθμητικών αρμονιών, κάτι που κάνει τη ζωή μια από τις ενσαρκώσεις μιας όχι θρησκευτικής τέχνης. Παραπέμπουμε στην παράθεση του αποσπάσματος από το μυθιστόρημα της Γερωνυμάκη, στο οποίο η αφηγήτρια εξυμνεί την ικανότητα του άντρα της, όταν παίζει στο καζίνο της Πάρνηθας. Ο αναγνώστης θυμάται ότι στο απόσπασμα της παραπομπής 402, η Βιψανία, η αφηγήτρια, παρατηρεί το Δαβίδ να εξασκεί μια μαγική εξουσία πάνω στην περιοδική επανάληψη των αριθμών της ρουλέτας.
“Στο καζίνο δεν υπάρχουν διαχωρισμοί, δυο χιλιάδες ποντάρει στο μηδέν το αφεντικό, τρεις χιλιάδες ο Δαβίδ στο 32, οι τάξεις έχουνε καταργηθεί αυθόρμητα χωρίς κανένα νόμο η θεωρία….Τότε η Βιψανία γύρισε στον Δαβίδ μ΄ένα ύφος αποβλακωμένο, εγώ του είπα το 23, ψιθύρισε και ήρθε…Γιατί ο Δαβίδ έπαιζε φιγούρες, έπαιζε με καλλιτεχνικό μεράκι, συγκινητικά και εκφραστικά. Αν ερχόταν π.χ το 12 έπαιζε μετά το 21… Υστερα από το μηδέν ποντάριζε στο 8, στο 11, στο 23 και στο 3Ο. Αν ερχόταν το 23, έπαιζε τα κόκκινα νούμερα της μεσαίας στήλης: 5, 14, 23, 32. Εόν όμως ερχόταν το 11, έπαιζε μετά το 22 (11+11=22) και το 33 ( 11+11+11=33). Μετά το 36 πάλι, έπαιζε τον άσο που βρίσκεται ακριβώς απέναντι από το 36…Δεκάδες συνδυασμούς για το κάθε νούμερο.. Και η Βιψανία έμενε πάντα με το στόμα ανοιχτό, γιατί ο Δαβίδ λες και τις μάγευε τις φιγούρες κι έρχονταν.”
Αυτό, λοιπόν, που ενδιαφέρει τη Βιψανία κατά βάθος, είναι το παιχνίδι των μορφών. Στα μάτια της, ο Δαβίδ συνδύαζε τις φιγούρες μ’έναν τρόπο μαγικό, παραδινόμενος σε συνδυασμούς μαθηματικής ομορφιάς. Εάν, για παράδειγμα, ερχόταν το 12, το επόμενο ποντάρισμά του θα ήταν στο 21. Είναι σίγουρο ότι η Γερωνυμάκη εφαρμόζει σ’αυτό το απόσπασμα τις αισθητικές της ιδέες.

1.2 Η ΔΙΑΔΡΑΣΤΙΚΗ ΟΠΤΙΚΗ ΣΤΗΝ ΕΚΔΗΛΩΣΗ ΤΗΣ ΩΣ ΚΑΤΑΡΓΗΣΗ ΤΟΥ ΓΡΑΜΜΙΚΟΥ ΧΡΟΝΟΥ

Η ΑΚΥΡΩΣΗ ΤΟΥ ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΟΥ ΧΡΟΝΟΥ

Εχουμε ήδη αναφερθεί στο χρόνο ως μεταβλητή του αφηγηματικού κειμένου. Εδώ περιοριζόμαστε να παρουσιάζουμε ορισμένες απ’αυτές τις αναλύσεις, για να εξηγήσουμε τις μορφές της έννοιας του χρόνου στα αφηγηματικά κείμενα, που εξετάζουμε εδώ.
Η χρήση του χρόνου μέσα σε τόσο διαφορετικά κείμενα έχει ως κοινό χαρακτηριστικό την απόκλιση σε σχέση με τον πραγματικό χρόνο, όπως τον επιβάλλει ο κοινός λόγος της καθημερινής ζωής. Από κει και πέρα, υπάρχουν διαφορές μεταξύ των κειμένων. Υπάρχουν από τη μια κείμενα που φαίνεται να χρησιμοποιούν τον αντικειμενικό χρόνο και τότε η χρονολογική σειρά γίνεται σεβαστή. Αυτό συμβαίνει στους Γκιμοσούλη, Σαραντόπουλο, Δούκα, Δεληολάνη. Απ’την άλλη έχουμε κείμενα, που δε σέβονται τους κανόνες της χρονικής ακολουθίας και ο χρόνος είναι ένας χρόνος βιωμένος, όχι γραμμικός. Ετσι, οι Χατζιδάκη, Γερωνυμάκη, Σωτηροπούλου παρουσιάζουν μια διαρκή παλινδρόμηση του χρόνου, κάτι που προκαλεί την αλλαγή και τον πολλαπλασιασμό των συναισθημάτων, ενώ το παραδοσιακό μυθιστόρημα έκανε προνομιακές ορισμένες μόνο στιγμές της ζωής, οι οποίες ξεφεύγουν με τεχνητό τρόπο από το χάος των φαινομένων.
Ο χρόνος ως συνισταμένη της αφηγηματικής λογοτεχνίας, στηρίζεται στη γραμματική. Έτσι, σ’ένα μεγάλο αριθμό μοντέρνων αφηγηματικών κειμένων, παραβιάζονται οι κανόνες στο επίπεδο του χρόνου και του αντωνυμικού συστήματος. Είναι γνωστό ότι τα σημάδια του αφηγηματικού χρόνου είναι: α) η διπλή χρονικότητα και β) η χρήση του παρελθόντος χρόνου, που συνδέει μια δέσμη ταυτόχρονων σημείων, τα οποία αντιτίθενται στην ευθεία εκφορά της αφήγησης και εμποδίζουν τη διάχυσή της στην πραγματική κατάσταση της ομιλίας. Υπογραμμίζουμε τη σημασία αυτών των κανόνων, εφόσον η αφήγηση πραγματοποιείται ακριβώς με το διαχωρισμό του αφηγητή από την ιστορία, έτσι ώστε ο χρόνος του ρήματος στην αφήγηση να μας μεταφέρει σε ένα άλλο επίπεδο ζωής απομακρυσμένο από το παρόν του αφηγητή.
Αντίθετα, στον ευθύ λόγο ο ενεστώτας υποδηλώνει ένα χρόνο αυτόνομο από τους καταναγκασμούς του γραμματικού κώδικα, ο παρατατικός δείχνει τη χρονική διάρκεια στο παρελθόν, ο αόριστος δείχνει το συντέλεση μιας προγενέστερης πράξης σε σχέση με το μηδενικό σημείο ή τον άξονα του χρόνου, που είναι το παρόν του ομιλητή.
Στη συμβατική λοιπόν αφήγηση ο αόριστος και ο ιστορικός ενεστώτας είναι το κέντρο, το οποίο δείχνει μια σχέση με το εξωτερικό γεγονός και ο παρατατικός δείχνει το χρονικό πλαίσιο του ταυτόχρονου για όσα γίνονται στο παρελθόν.
Εξάλλου, σχετικά με τους τρόπους εισαγωγής του αντωνυμικού συστήματος έχουμε ήδη πει ότι στον ευθύ λόγο, έχουμε τις αντωνυμίες “ εγώ ”, “ εμείς ” του ομιλητή και τα “ εσύ ”, “εσείς ” του ακροατή-δέκτη, ενώ στην αφήγηση έχουμε πάντα τις αντωνυμίες αυτός, αυτοί, αυτή, αυτές και το όνομα του κύριου προσώπου.
Συνεπώς, ενώ στη συμβατική αφήγηση οι δύο χρονικότητες, του αφηγητή και της ιστορίας, δε συγχέονται, αντίθετα, σε μεγάλο αριθμό μοντέρνων αφηγηματικών κειμένων, αυτές οι δύο χρονιότητες συγχέονται συχνά, κάτι που οδηγεί σ’ένα πραγματικό ενεστώτα και στην κατάργηση της αφήγησης της ίδιας. Ειδικότερα στα εξεταζόμενα κείμενα αυτές οι συνθήκες παραβιάζονται με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Στο ένα άκρο, στα εξπρεσιονιστικά μυθιστορήματα, έχουμε το χρόνο που αποφεύγει τη νατουραλιστική πραγματικότητα, για ν’ανασυγκροτηθεί στα βάθη της ψυχής. Στο άλλο άκρο, υπάρχει ένα καλειδοσκόπιο και μια έκρηξη χρόνων στις Χατζιδάκη και Γερωνυμάκη.

5.10.2. Η διακοπή του γραμμικού χρόνου, πού είναι το θεμέλιο του στρεβλού κοινού λόγου της καθημερινής ζωής

Ακόμα και με τον παρακάτω γραφισμό, αλλά βέβαια και με το νόημα αυτής της ενότητας, η αφηγήτρια στο έργο της Γερωνυμάκη παίζει με το χρόνο, παρουσιάζοντάς τον σα σιδηρόδρομο, που κατευθύνεται ταυτόχρονα και μπρος και πίσω. Και βέβαια αν το επιχείρημά της στέκει και ο χρόνος δεν είναι ανεπίστρεπτος, τότε όλα μπορούν να ξαναγεννηθούν, και τίποτε δεν έχει νόημα :
“ ΑΠΟ ΤΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΤΗΣ ΒΙΨΑΝΙΑΣ
Τρίτη
Η ζωή μας φεύγει έτσι σα τραίνο αδειανό κι όπου και αν πάει κάνει το ίδιο. Εχω κατα- λάβει πια από καιρό πως προορισμοί και τέτοια, αέρας κοπανιστός. Κάθομαι κι εγώ στο παράθυρο του τρένου, χαζεύω απ΄έξω τον τόπο των πανικοβλημένων αλεξιπτω- τιστών. Το χάζεμα είναι ο προορισμός μου. Και δεν ξέρω πού πάει αυτό το τραίνο μόνο ξέρω πως κινείται ταυτόχρονα και μπρος και πίσω. Και όπου και να φτάσει θά΄ναι και τέλος και αρχή.

Ο Δαβίδ είναι απλησίαστος πια… ”
Ο αναγνώστης μπορεί να συγκρίνει αυτή την εικόνα του τρένου που αναιρεί τα όρια ανάμεσα στην αρχή και το τέλος. Είναι προφανές ότι έμφαση δίνεται στην απόρριψη της καθημερινής ζωής και η αφηγήτρια αναζητά έναν τόπο, όπου οι χρονικοί καταναγκασμοί δε θα υπάρχουν πια.
Μ’αυτό το νόημα είναι που η αφηγήτρια λέει ότι αισθάνεται πιο ελεύθερη στο χώρο της λογοτεχνίας. Εδώ, δεν υπάρχει πια ρήξη ανάμεσα στο όνειρο και την πραγματικότητα. Έτσι, βρίσκει καταφύγιο μέσα στο φανταστικό ή μέσα στη λογοτεχνία, δηλαδή δημιουργεί έναν εναλλακτικό χώρο, για να ζει εκεί μια άλλη ζωή. Η Βιψανία είχε δημιουργήσει ένα κόσμο ξεχωριστό μέσα στο ημερολόγιό της, όπου έβρισκε συχνά καταφύγιο: “ Δεν υπάρχει πια η Βιψανία, που σκορπούσε παντού την αταξία και αποσταθεροποιούσε τις εποχές”.
Ξανασυναντούμε το ίδιο συναίσθημα για ένα χρόνο χωρίς αρχή και τέλος, στην αφήγηση της Χατζιδάκη :
“ Δεν ήξερα λοιπόν πού βρισκόμουν, δεν ήξερα εάν ήταν βράδυ ή πρωί.”

1.3 4.9 Ο ΧΡΟΝΟΣ-ΧΑΟΣ ΣΤΗ ΧΑΤΖΗΔΑΚΗ

Σαν ένα παιδί που απορροφάται από τις εντυπώσεις της στιγμής και που βυθίζεται μέσα στις εναλλαγές, η αφηγήτρια μοιάζει αμήχανη ν’αντιληφθεί τη διαδοχή, η οποία βέβαια έχει ανάγκη από ένα σταθερό χρονικό πλαίσιο, για να παρατηρηθεί. Εάν δεν έχουμε κάτι το σταθερό, στο οποίο ν’αντιτάξουμε το “τώρα”, ζούμε εκεί διαρκώς και η αλλαγή δεν αναγνωρίζεται. Έτσι, η αφηγήτρια μοιάζει να μη γνώριζε τον τρόπο να συναρμολογήσει τις διάφορες στιγμές. Και αυτό είναι η μεγάλη τέχνη της. Είναι γνωστό βέβαια ότι τα χαρακτηριστικά του αφηγηματικού χρόνου είναι: α) η διπλή χρονικότητα και β) η χρήση του παρελθόντος που συνδέει τη δέσμη ταυτόχρονων σημείων που αντιτίθενται στο σημείο μηδέν του τώρα της αφήγησης. Υπογραμμίζουμε τη σημασία αυτών των κανόνων, εφόσον το διήγημα πραγματοποιείται από το διαχωρισμό του πομπού-αφηγητή και της ιστορίας έτσι, ώστε ο παρελθοντικός χρόνος του ρήματος μέσα στο κείμενο να υποδηλώνει τις αποστάσεις του από το σημείο μηδέν της αφήγησης.
Αλλά για τη Χατζιδάκη ο γραμμικός χρόνος και η συμβατική αφήγηση είναι απαράδεκτα, γιατί κατά την άποψή της η παραδοσιακή συμβατική αφήγηση δεν είναι παρά μια απαρίθμηση δεδομένων. Γι’αυτό η αφηγήτρια κοροϊδεύει τα αστικά μυθιστορήματα, επειδή βασίζουν την αληθοφάνεια της αφηγημένης ιστορίας σε ασήμαντες λεπτομέρειες, όπως στην ώρα άφιξης της ηρωίδας στο αεροδρόμιο:
“ Έφτασα στις δώδεκα το μεσημέρι όπως συμβαίνει σε όλα τα κοινότυπα αστικά μυθιστορήματα.”
Σ’ένα άλλο απόσπασμα η Χατζιδάκη απορρίπτει το συμβατικό χρόνο των παραδοσιακών μυθιστορημάτων :
“ΔΟΚΙΜΑΣΤΙΚΗ ΑΦΗΓΗΣΗ ΓΕΓΟΝΟΤΩΝ ΣΕ ΙΣΟΡΡΟΠΙΑ
ΙΣΤΟΡΙΚΟΥ ΧΡΟΝΟΥ
-να πάρει ο διάβολος ήταν ο πιο νόστιμος-ο άλλος είχε μια γκόμενα καλή όπως έλεγε
ΑΠΑΡΑΔΕΚΤΟΣ ΤΡΟΠΟΣ ΑΦΗΓΗΣΗΣ
ΣΕ ΠΡΩΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ
ΑΛΛΑΓΗ ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΥ
ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΑ ΕΠΑΝΑΠΡΟΣΑΡΜΟΓΗΣ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ
ΣΗΜΕΙΩΝΕΤΑΙ ΠΛΗΡΗΣ ΑΔΥΝΑΜΙΑ ΠΡΟΣΛΗΨΗΣ ΕΡΕΘΙΣΜΑΤΩΝ
ΤΕΛΙΚΑ όλοι οι Ελληνες
επιχειρούν τις πολιορκίες
αυτού του είδους
με αφάνταστη έλλειψη καλού γούστου
ΑΠΑΡΙΘΜΗΣΗ ΚΑΙ ΕΠΑΝΑΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ
Ι: Ξενοδοχείον Lancashire::
1) Αίθουσα τηλεόρασης-άνετος βικτωριανός χώρος
δυνατότητα εξυπηρέτησης περιοδευόντων εμπορικών αντιπροσώπων.
2) των καμαριερών -που φορούν μακριές κόκκινες φούστες από συνθετικό γυαλιστερό βελούδο.
3) των τριών υπαλλήλων της ΤΡΑΠΕΖΗΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ…”

Βλέπουμε ότι Το Συνάντησέ την το βράδυ δεν απέχει πολύ από το Trίstam Shandy, που είχε καταργήσει όλες μαζί τις συμβάσεις της πλοκής:
“Η μητέρα μου, θα πρέπει να ξέρετε, -προηγουμένως όμως οφείλω να σας πω πενήντz άλλα πιο έπείγουτα πράγματα,-έχω έκατό προβλήμzτα και έδωσα τον λόγο μου να τα ξεχαθα-ρίσω, χίλιες στενοχώριες κι άναποδιές στο σπίτι που μέ χατα-πιέζουν όλα τους μπερδεμέυα, τα ένα πάνω στ’ άλλο – μια γελάδα μπήκε (αύριο το πρωί) σταν πύργο τοϋ θείου Toby κι έφαγε δυόμισυ οργές ξερό χορτάρι, ξεριζώνοντας το γρασίδι στον πρόβολο και στο λιθόστρωτο. -Ο Trim επιμένει να περάσει στρατοδικείο – ή γελάδα υά τουφεκιαθεί, – o Slop νά σταυρωθεί, – έγώ νά ονομασθώ Tristam καί την ώρα τής βάπτισης νά πεθάνω ώς μάρτυρας γιά τον-φτωχοί καί δύστυχοι διάολοι πού είμαστε ! – θέλω σπαργάνωμα, – ομως δεν έχουμε καιρό γιά φωνές. Αφησα τον πατέρα μου ξαπλω-μένο στο κρεβάτι και ταν Θε:ο Toby να κάθεται δίπλα του, στην παλιά καρέκλα με τα κρόσια και τους έδωσα τον λόγο μου πως θα γυρίσω σε μισή ώρα κι έχουν περάσει κιολας πεντέμισυ. -Από τις χαοτικές συνθήκες που έζησε ποτέ συγ-γραφέας, – αύτή είναι σίγουρα η χειρότερη, – γιατί, κύριε, πρέπει νά τελειώσω τά χειρογραφα τοϋ Ηα fen Slawkenberg-ius – ένα διάλογο άνάμεσα ατον πατέρα μου καί τον θεϊο Toby νά διηγηθώ την έκβαση τοϋ Prignitz, του Scroderus, του Ambrose Paraeus, του Ponocrates και του Grangou-sier – να μεταφράσω ένα παραμύθι του Slawken6ergius, και όλα τούτα σε λιγότερο από πέντε λεπτά – μα τι κεράλι ! – αν, Θεέ μου, έβλεπαν οι έχθροί μου τι κρύβει!”
Ο Laurence Sterne (Ιρλανδία, 1713-1769), άγγλος πάστορας, έγραφε για είκοσι χρόνια το The Life and Opinions of Tristram Shandy, Gentleman (Ζωή και ιδέες του Tristram Sandy, αριστοκράτη). (1759-1767). Το έργο αυτό παρουσίαζε μάλλον τις σκέψεις και τα αισθήματα του συγγραφέα, παρά περιέγραφε εξωτερικά περιστατικά. Ηταν ένα πρωτότυπο έργο, όπου εκφράζονταν μοναδικές σκέψεις για την αντίληψη, το νόημα και το χρόνο. Γι’αυτό ο Στερν θεωρείται πρόδρομος του μοντέρνου αφηγήματος και του ρεύματος της συνείδησης ( stream of consciousness). Εκεί, ο αφηγητής παραπονιόταν τάχα, γιατί, μολονότι είχε ήδη γράψει τέσσερις τόμους, ωστόσο η αφήγηση βρισκόταν μόλις στη μέρα της γέννησής του. Παράλληλα είχε και άλλες ανησυχίες εξαιτίας του έργου, που θέλησε να ολοκληρώσει: Νοιαζόταν για τις συνέπειες που θα είχε η ανάγνωση στον αναγνώστη του και στο εμπόριο χαρτιού και φτερών χήνας. Αναμειγνύοντας τις γνώμες και τα γεγονότα της ημέρας με την αφηγούμενη περασμένη του ζωή, ο αφηγητής στο 13ο κεφάλαιο του 4ου βιβλίο του Ζωή και ιδέες του Tristram Sandy, αριστοκράτη, δεν έχει αφηγηθεί παρά τη μέρα της γέννησής του :
“Εξάλλου, καθώς ζω τριακόσιες εξήντα τέσσερις φορές πιο γρήγορα απότι γράφω, έπεται ότι θα είναι δυσάρεστο στην Εξοχότητά σας το γεγονός ότι όσο περισσότερο γράφω, τόσο περισσότερα θα έχω να γράφω και όλο και πιο πολλά θα έχει να διαβάζει η Εξοχότητά σας.”
Ανησυχεί λοιπόν για την καθυστέρηση στην εργασία του και για τις συνέπειες που θάχει αυτό πάνω στον αναγνώστη του, στον ίδιο, στο εμπόριο του χαρτιού και των φτερών χήνας.Ο συγγραφέας κάνοντας να αντιπαρατεθούν ο χρόνος της γραφής και ο χρόνος της ανάγνωσης προκαλεί τον ίλιγγο και αναδεικνύει τον απατηλό χαρακτήρα της λογοτεχνίας μέσα από μια ευφυή παρωδία της ίδιας της λογοτεχνίας.
Πολλοί από τους νέους έλληνες συγγραφείς είτε άμεσα, είτε έμμεσα, έδωσαν κάτι από τον ίλιγγο των πρωτοποριακών εικονοκλαστών συγγραφέων άλλων εποχών. Και ιδίως μέσα στην εποχή που μελετάμε το ρεύμα συνείδησης είχε ερεθίσει την ανήσυχη ελληνική σκέψ2. ΓΕΝΙΚΗ ΕΡΜΗΝΕΙΑ

ΜΙΑ ΠΑΡΑΤΉΡΗΣΗ ΠΡΩΤΑΡΧΙΚΉΣ ΣΗΜΑΣΊΑΣ

2.1 Πρέπει να δώσουμε προσοχή στο γεγονός ότι δεν υπάρχει ανταπόκριση ένα προς ένα ανάμεσα στα θέματα που συναντιώνται στην πραγματική ζωή και στα λογοτεχνικά θέματα, γιατί αφαιρέσαμε την κατηγορία της διαδραστικής οπτικής από αυτό που συνιστά την ενότητα του κάθε έργου, το ουσιαστικό συνολικό του νόημα. Χωρίς αυτή την προϋπόθεση η μελέτη μας δε θα χρησίμευε σε τίποτα.
2.2 ΤΑ ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΑ ΕΡΓΑ ΑΜΦΙΣΒΗΤΗΣΗΣ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΝ ΝΑ ΕΡΜΗΝΕΥΤΟΥΝ ΠΑΡΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΝΤΙΘΕΣΗ ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΟΝ ΚΟΙΝΟ ΣΤΡΕΒΛΟ ΛΟΓΟ ΚΑΙ ΤΗ ΔΙΑΔΡΑΣΤΙΚΗ ΟΠΤΙΚΗ
η.