Η δική μου “κοινωνιολογία της λογοτεχνίας” σε σύγκριση με ορισμένες άλλες
Παρουσιάζω εδώ τρία αντιπροσωπευτικά έργα που γενικά κάνουν ένα είδος κοινωνιολογίας της λογοτεχνίας.
Πρόκειται για έργα που εξαντλούνται στη θεωρητική επεξεργασία αφηρημένων εννοιών, δηλαδή ου-τοπικών, που τις έχουν σχηματίσει με τον εύκολο και γνωστό τρόπο της αντιπαράθεσης με αντίστοιχες κυρίαρχες θεωρίες, θετικιστικές ή φαινομενολογικές.
Οι θέσεις τους είναι πολύ φιλικές προς την εργατική υπόθεση και πολύ συμπαθητικές. Δηλαδή απλά γράφτηκαν προσδιοριζόμενες από άλλες θεωρίες, όμοιες και αντίθετες, παλαιότερες και σύγχρονες. Πέραν τούτου ουδέν. Γιατί;
Γιατί το ζήτημα δεν είναι να βρούμε μια θεωρία που να είναι αλληλέγγυα με την καλή υπόθεση του προλεταριάτου. Αλλά οφείλουμε να εξαγάγουμε μια θεωρία μέσα από την ελεύθερη διατύπωση της υπόθεσής μας για τη συγκεκριμένη λογοτεχνική παραγωγή σε συγκεκριμένο μέρος και ώρα, με παράθεση των στοιχείων που συνιστούν το σώμα των παρατηρούμενων έργων, των στοιχείων που αποτελούν τον κόσμο των εκδοτών, της όποιας κρατικής παρέμβασης, των στοιχείων που συγκροτούν την ιστορική συγκυρία, χωρίς να παραλείψουμε τίποτα το ουσιαστικό. Και μετά από όλα αυτά να κοιτάξουμε το αντικείμενό μας, δηλαδή τα λογοτεχνήματα, μέσα από τη δική τους μιλιά, με το δικό τους επιμέρους νόημα. Και μόνο στο τέλος θα βγάλουμε συμπεράσματα που παίρνουν το νόημα αυτή τη φορά από τη δική μας υπόθεση, δηλαδή από τη δική μας επιστημονική συνείδηση.
Δηλαδή εμείς κάνουμε όλη την επεξεργασία, που θεμελιώνει μια υπόθεση, γιατί δεν συντάσσουμε απλά ένα κείμενο, διορθώνοντας κομμάτι-κομμάτι ένα άλλο βιβλίο κοινωνικής κριτικής, όπως κάνουν οι παρακάτω παρουσιαζόμενοι, δηλαδή ο DUBOIS Jacques(1986), ο Benet Tony και ο Terry Eagleton.
Μοντέλο προτεινόμενο ερμηνείας του Μπάμπη Μιχαηλίδη Κριναίου
Ένα, με δύο άξονες
Σχηματικά μια καμπύλη που διαιρεί μια ορθή γωνία
Κατανόηση
Ερμηνεία εσωτερική |
Εργο
Εξήγηση, δηλαδή τοποθέτηση του όλου έργου μέσα στο παιγνίδι των αιτίων, των συνθηκών | |
Και για να μη νομίσει κανείς ότι θέλω να κομίσω γλαύκα ες Αθήνας λέω με μια λέξη ότι κάτι ανάλογο κάνει ο Μαξ Βέμπερ όταν διατυπώνει την σπουδαία θεωρία του για τους ιδεατούς τύπους. Δεν είμαι οπαδός του Βέμπερ γενικά. Αλλά όταν μελετάς πράγματα που εξ ορισμού ανήκουν και στη φαντασία, στο χώρο των μύθων, των συναισθημάτων ενός λαού ή ενός ανθρώπου, δεν μπορείς να τον μελετήσεις με την άσπρη ποδιά του δημοσκόπου, ή του οικονομολόγου. Αφού το αντικείμενό τους έχει μιλιά, τότε οφείλεις να κατανοήσεις τι νόημα δίνει πρώτα ο ίδιος σε αυτό που λέει. Παράλληλα, όμως, νομιμοποιείσαι επιστημονικά να συγκρίνεις αυτό που εννοεί με άλλα νοήματα, άλλων. Καλό όμως είναι να το κάνεις αυτό σε ένα προσδιορισμένο από τα πρίν χώρο παρατηρήσεων. Γιατί τόσος κόπος, θα πει κάποιος. Μα, γιατί αν δεν το κάνεις έτσι, δεν πετυχαίνεις καμιά βεβαιότητα, δε φτάνεις σε καμιά συνείδηση του τι αλήθειες πρέπει να δεχθείς ότι βγαίνουν από την εξέτασή σου. Θα έχεις κάνει μια επιπλέον extrapolation. Θα λες και συ : «Και νάμαι εδώ με τόσα φώτα, εγώ μωρός, όπως και πρώτα.»
Γιατί, πέραν της κατανόησης του λογοτεχνικού έργου, είναι αναγκαία και η εξήγηση;
Είναι γεγονός ότι το λογοτεχνικό έργο υπερβαίνει την εποχή του και τις συνθήκες, όπου γεννήθηκε, και γι’αυτό και γίνεται το αντικείμενο εκτίμησης από πιο μακρινά αναγνωστικά κοινά.
Για να κατανοήσουμε λοιπόν το κάθε λογοτεχνικό έργο, είναι αναγκαίο να βρούμε και την ιστορική του εξήγηση, τις λεπτομέρειες του περιβάλλοντος του συγγραφέα και των κύκλων του, γιατί μέσα στον κύκλο της παρέας του αυτά που λέει αποκτούν το συγκεκριμένο τους νόημα.
Χωρίς ένα ανάλογο κοινό, όσα λέει δε θα είχαν νόημα.
Πέρα από αυτό τα λογοτεχνικά έργα αποκτούν νόημα, όταν γίνουν γνωστές οι συμβάσεις δηλαδή οι κανόνες οι λογοτεχνικοί που θεωρούνταν σωστοί και εκείνοι που θεωρούνταν ξεπερασμένοι.
Αυτό γίνεται περισσότερο απαραίτητο, όταν εδώ και εβδομήντα χρόνια η τέχνη δεν ακολουθεί τα κλασικά πρότυπα, αλλά έχουμε μια συνεχή αλλαγή γούστου και κατευθύνσεων.
Η εξήγηση θα μπορούσε να είναι συμπληρωματική της κατανόησης, διότι, καθώς το συγκεκριμένο έργο (Ο ηλίθιος του Ντοστογιέφσκι) ξεπερνά την εποχή του και τις συνθήκες, μέσα στις οποίες γεννήθηκε, τότε το έργο θα μπορούσε να γίνεται το αντικείμενο θαυμασμού από άλλα μακρινά κοινά, αν γνώριζαν τις συνθήκες παραγωγής του.
Γνωρίζοντας ο αναγνώστης τις λεπτομέρειες της κατάστασης ως προς την οποία προσδιοριζόταν ο συγγραφέας πριν και κατά τη στιγμή της δημιουργίας μπορεί να ερμηνεύσει τα διφορούμενα στοιχεία του έργου.
Τώρα τι γίνεται με τα πιο κάτω παγκοσμίως γνωστά έργα; Τι αλήθεια δίνουν;
Η απάντησή μου είναι ότι δεν δίνουν καμιά αλήθεια, γιατί μπορεί ένας άλλος συγγραφέας με διαφορετική πολιτική και αισθητική τοποθέτηση να χρησιμοποιήσει φράση προς φράση όσα λένε και να κατασκευάσει μια εκ διαμέτρου αντίθετη θεωρία.
Τότε τι σημασία έχουν;
Εχουν μεγάλη σημασία. Καταρχήν δικαιολογούν την ακαδημαϊκή και κομματική τους θέση. Δίνουν επιχειρήματα στο δικό τους κοινό, στο κόμμα που τους στηρίζει, στις εφημερίδες, που παρουσιάζουν κάπως διαφορετικές κριτικές για τα έργα του πολιτισμού. Και επιπλέον, επειδή προέρχονται από χώρες με τη μεγαλύτερη πολιτιστική παράδοση στον κόσμο τα τελευταία τετρακόσια χρόνια, προσελκυουν φοιτητές από όλες τις χώρες υπό ανάπτυξη, τους δίνουν τις «κατηγορίες» που έχουν κατακτήσει και από κει και πέρα έχουν αντιπροσώπους, όχι τόσο οι ίδιοι οι καθηγητές της ΒΔ Ευρώπης, όσο οι θεσμοί πίσω τους, οι οποίοι δεν μπορούν παρά να εφαρμόζουν κατά γράμμα όσα έμαθαν από τους μαιτρ.
Γιατί όμως δεν μπορούν οι μαθητές των «καθηγητών» της ΒΔ Ευρώπης, που προέρχονται από υπό ανάπτυξη χώρες, να παραγάγουν κάτι, που θα επεκτείνει τη θεωρία που διδάχθηκαν.
Για πολλούς λόγους. Αλλά κυρίως, επειδή η μικρή χώρα καταγωγής τους δε θα κάτσει να λύσει προβλήματα οικομενικού ενδιαφέροντος. Απλά, όταν αλλάξουν οι ευρωπαϊκές θεωρίες, τότε στις μικρές χώρες θα σκεφθούν να μιμηθούν το γερμανικό, το αγγλικό ή το γαλλικό μοντέλο κοκ.
ΣΥΝΟΨΙΖΩ ΤΙΣ ΘΕΩΡΙΕΣ ΤΡΙΩΝ “ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΚΡΙΤΙΚΩΝ ΤΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ”
DUBOIS Jacques(1986)
DUBOIS Jacques (1986) L’institution de la littιrature, Βρυξέλλες, εκδ. Labor/Fernand Nathan.
(1992) Le roman policier ou la modernitι, Βρυξέλλες, έκδ. Nathan.
DUBOIS Jacques, BERTRAND Jean-Pierre, BIRON Michel, PAQUE Jeannine
(1996) Le roman célibataire, d’A Rebours ¹ Paludes, Παρίσι, εκδ. Josι Corti.
Απορρίπτεται η γραμμή Γκολντμάν που είχε ξεχωρίσει δυο σύνολα, από τη μια την λογοτεχνική παραγωγή μαζί με τους συγγραφείς και από την άλλη κάποιες κοινωνικές ομάδες ως υποστηρίγματα και προσδιορισμούς της παραγωγής των κειμένων. Απορρίπτεται γιατί μιλά χονδρικά, ενώ η λογοτεχνική δραστηριότητα έχει έναν ειδικό τόπο.
Γιατί ο συγγραφέας δεν είναι τόσο σπουδαίος. Δεν μπορείς να μιλάς λοιπόν για τον συγγραφέα, σαν να είχε έναν ρόλο πολύ γενικό ώστε να είναι ένας γενικός κοινωνικός παράγων, που δεν ασχολείται παρά με μια γενική υπόθεση.
Αντίθετα ο συγγραφέας δεν υπάρχει παρά με τη μεσολάβηση μιας οργάνωσης που διέπει τις ποικίλες εκδηλώσεις.
Αρα η ερμηνεία του έργου τροποποιείται από τη μεσολάβηση του μηχανισμού του λογοτεχνικού θεσμού.
Αν αφήσουμε στη σκιά το παραπάνω γεγονός αυτό, τότε θα κρατήσει τον καθολικό χαρακτήρα του, όπως όλοι οι θεσμοί.
Αν όμως αναλύσουμε τον θεσμό ως μεταβαλλόμενο μέσα στην ιστορία, τότε ο ρόλος του σχετικοποιείται.
Επίσης κάνω να φανερωθεί ότι δεν υπάρχει η Λογοτεχνία, αλλά ειδικές πρακτικές, οι οποίες ενεργούν συγχρόνως πάνω στη γλώσσα και στη φαντασία, πράγμα που φαίνεται στη λειτουργία αυτών των λογοτεχνών.
Βέβαια δεν υπάρχει ένας μοναδικός τρόπος λειτουργίας.
ΤΙ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΚΑΝΟΥΜΕ ΤΩΡΑ ΓΙΑ ΝΑ ΔΕΙΞΟΥΜΕ ΤΗ σύνδεση ανάμεσα στα λογοτεχνικά έργα και την ιστορία τους.
Επειδή η εσωτερική ανάλυση των λογοτεχνικών έργων δεν επαρκεί, για να δείξη την σύνδεση ανάμεσα στο λογοτεχνικό θεσμό και το έργο,
θα απέχουμε από το να δείξουμε την σχέση τους με τη δόμηση των κειμένων.
Θα μπορούσαμε να κάνουμε ταυτόχρονα και τα δυο. Βέβαια το πέρασμα από το ένα στο άλλο είναι δύσκολο.
Μόνο με την κοινωνική θέση του συγγραφέα δεν είναι επαρκής εξήγηση, γιατί έρχεται ο λογοτεχνικός θεσμός που το ανατρέπει.
Πρέπει πάντως να παραιτηθούμε από το να περιμένουμε ότι γίνεται κάποια προβολή του λογοτεχνικού θεσμού μέσα στο έργο.
Ας περιορίσουμε λοιπόν το στόχο μας.
Ας πούμε μόνο ότι κάποιες πλευρές του λογοτεχνικού έργου φαίνονται πιο κατάλληλες από άλλες για να σχετιστούν με τους όρους της λογοτεχνικής δραστηριότητας και την ιστορική θέση του συγγραφέα. Τέτοιες πλευρές του λογοτεχνικού έργου προσδιορίζονται πιο άμεσα από τις συνθήκες του λογοτεχνικού θεσμού και από την λογοτεχνική παραγωγή.
Το κείμενο είναι λόγοι.
Με τον όρο λόγοι εννοούμε τη γενική μορφή ενός ανιχνεύσιμου ιστορικά συνόλου και συγχρόνως ένα παιγνίδι προυποθέσεων που διέπουν την παραγωγή των επιμέρους κειμένων.
Ένα κείμενο δηλαδή ορίζεται πάντα από τα δίκτυα λόγων, μέσα στα οποία λαμβάνεται, και τα οποία διασφαλίζουν την αναγνωσιμότητά του.
Ειδικότερα σε ένα λογοτεχνικό βιβλίο ανιχνεύουμε τα χαρακτηριστικά του λογοτεχνικού του καθεστώτος.
Πρώτα από όλα, τις ενδείξεις που υπάρχουν ήδη στο εξώφυλλό του. Την ένδειξη του λογοτεχνικού είδους, του εκδότη και του ονόματος του συγγραφέα.
Η ένδειξη του λογοτεχνικού είδους είναι φορέας πολλών κωδικοποιημένων στοιχείων και εγκαθιστά το δοσμένο λογοτέχνημα σε ένα σημείο της κλίμακας.
Αλλοι δείκτες στο έργο ορίζουν την “κατάσταση της εκφοράς μηνύματος”, την οποία καταλαμβάνει ο συγγραφέας την στιγμή που γράφει.
Το πόρισμα όλων αυτών είναι ότι υπάρχει ένας δεσμός ανάμεσα στα κειμενικά αυτά στοιχεία και στις σχέσεις τις θεσμικές που έχουν προηγηθεί του έργου.
Ας περάσουμε σε άλλες πλευρές του έργου πιο σφαιρικές, όπως είναι η θεματική και η γραφή.
Αυτές οι πλευρές συνδέονται πιο έμμεσα και πιο ασαφώς με τον λογοτεχνικό θεσμό.
Η μεν προθήκη της γραφής μας δηλώνει κάτι για τη θέση του συγγραφέα μέσα στο θεσμό της λογοτεχνίας. Ερχόμαστε λοιπόν να αναλύσουμε καθένα από τα μεγάλα ζητήματα, το λογοτεχνικό είδος, τη γραφή, σε σχέση με την ιστορία του λογοτεχνικού θεσμού.
Με δεδομένο το παιγνίδι ανάμεσα σε περισσότερα λογοτεχνικά είδη (ποίηση, μυθιστόρημα, θέατρο). Το πρώτο που συμβαίνει είναι ότι ο συγγραφέας σε σχέση με την θέση αφετηρίας του, καταγωγής του, επιλέγει μάλλον ένα είδος και όχι ένα άλλο, με σκοπό να εξασφαλίσει την ανάδυσή του μέσα στο λογοτεχνικό θεσμό.
Μερικοί συγγραφείς δημοσιοποιούν πιο ανοιχτά την πράξη γραφής τους συχνά μέσω ενός σχήματος της αβύσου. Είτε ως εκδήλωση μιας ενίσχυσης του θεσμού, είτε ως ρήξη σε σχέση με αυτόν.
Ο λογοτεχνικός θεσμός ευνοεί μια μορφή γραφής. Μπορεί να υπάρξει και μια ανατροπή του κανόνα, και έτσι μια αντίθεση στον θεσμό. Μάλιστα μπορεί να πάρει και μορφή παρωδίας, πράγμα που σημαίνει ότι ο συγγραφέας δεν δέχεται το όλο που του έχει δοθεί.
Στη θέση του λογοτεχνικού είδους μπορεί εξάλλου να προστεθεί η έννοια της τάξης κειμένων. Στο εσωτερικό ενός είδους η τάξη κειμένων ορίζεται από τη σχέση ανάμεσα σε ένα κοινό αναφοράς και ένα θεματικό στυλιστικό επίπεδο.
Κατάσταση εκφοράς και μετακειμενικές ενδείξεις
Η νόρμα θέλει το κείμενο να φέρει έντονα το σημείο του συγγραφέα του. Με την έννοια αυτή το αντικείμενο της συνήθους λογοτεχνικής κριτικής είναι να φτιάχνει από αυτό έναν συγγραφέα-κείμενο.
Αυτή η νόρμα επιβάλλει επίσης να αποκρύβονται από τη γραφή οι συνθήκες της παραγωγής του ιδιου κειμένου ως την σχέση ανταλλαγής που εγαθιστά, δηλαδή να μη μνημονεύονται μέσα στο έργο ο συγγραφέας, ο τόπος του και η πράξη εκφοράς του λόγου του.
Αυτός ο «κανόνας» να αποκρύβονται οι συνθήκες της παραγωγής του ίδιου του κειμένου δεν σημαίνει ότι τα κείμενα δεν αφήνουν τιποτα να φωτίζει την κατάσταση τους της εκφοράς του λόγου. Κάθε εκφώνημα δεν είναι αναγνώσιμο παρά αν αναφερθεί στο πεδίο εκφοράς, μέσα στο οποίο βρίσκει θέση. Ειδικότερα ένα κείμενο περιλαμβάνει ενδείξεις που μας πληροφορούν για αυτό που εισάγει ως έργο και ως προιόν ανταλλαγής ανάμεσα σε έναν συγγραφέα και έναν αναγνώστη. Πχ οι τίτλοι χρησιμεύουν για να παγιώσουν ένα δημόσιο νόημα του έργου, να πληροφορήσουν για τη θέση που καταλαμβάνει ο συγγραφέας σε σχέση με το προϊόν του. Ομοια συμβαίνει και με άλλα στοιχεία μετακειμενικά, όπως οι πρόλογοι κλπ. Ενίοτε ένα σχήμα αβύσου δηλώνει πιο ανοιχτά την πράξη συγγραφής τους. Που μπορεί να είναι τόσο πράξη ρήξης με το πεδίο, όσο και πράξη ενίσχυσης. Αλλοτε έργα δίνουν σε μια μεταφορική μορφή την αναπαράσταση του εαυτού τους , της πράξης από την οποία γεννήθηκαν.
3 Θεματικές.
Η θεματική λειτουργεί ως μικροκοσμική δομή προσφερόμενη στην ανάγνωση ως πληρες σύμπαν. Επιτρέπεται λοιπον να εξετάσουμε τα έργα τι σχέση έχουν ως αντίγραφα της κοινωνικής συγκεκριμένης ολότητας με αυτήν την πραγματικότητα. Το έργο δείχνει να προτιμά να θεματοποιήσει ορισμένες όψεις της πραγματικότητας περισσότερο από άλλες.
Καλό να κατανοήσουμε μια κοινωνιολογική θέση του συγγραφέα σε σχέση με το κοινωνικό σύνολο.
Η παραμόρφωση του λογου του σχολείου από τα λογοτεχνικά κείμενα δεν επιχειρείται μόνο στο πεδίο της γλώσσα η της ρητορικής, αλλά στοχεύει εξίσου σε τέτοια ή τέτοια θεματική.
Για παράδειγμα ο Ξένος του Καμύ χρησιμεύει για θέματα προτεινόμενα από γαλλικά εγχειρίδια. Ανάλογα συμβαίνουν και με κείμενα πχ του Ντοστογιέφσκι, του Πασκάλ.
Αρα ο Καμύ δεν έγραψε ό,τι έγραψε παρά μέσα στον διπλό προσδιορισμό, του σχολείου-θεσμού και της λογοτεχνίας-θεσμού, προσφέροντας έτσι τα κείμενά του σε διπλή χρήση.
Η γραφή είναι βεβαιωση του δεσμού του κειμένου με την ιστορία και με την λογοτεχνία. Ο συγγραφέας καταθέτει στη γραφή μια αντίληψη της λογοτεχνικής πρακτικής που του υπαγορεύεται από τη θέση του μέσα στο λογοτεχνικό πεδίο.
Παράδειγμα όταν οι σουρρεαλιστές διακηρύσσουν την παντοδυναμία της μεταφοράς , κάνουν μια κίνηση που αναδεικνύεται μόνο ως μια σχέση με μια θεσμική στρατηγική.
Και η επιστροφή σε μια ουσία ποιητική, θόλωμα της καθαρότητας του λόγου, δείχνει την κριτική κατάσταση των λογοτεχνικών πρακτικών γύρω στα 1920.
Παράδειγμα των παραπάνω είναι ό,τι συνέβη στη Γαλλία με το Σαμουελ Μπέκετ στο Περιμένοντας τον Γκοντό
Στοιχεια μια θεσμικης προσέγγισης :
Βιογραφία του Μπεκετ
Γεννημένος στο Δουβλίνο το 1906, παιδί καλής οικογένειας της καλής αστικής τάξης, περιβάλλον προτεσταντικό, πατέρας δημόσιος υπάλληλος, πεθαίνει το 1933.
Σπουδασε. Εγινε διδάκτωρ της λογοτεχνίας , άρχισε πανεπιστημιακή καριέρα.
Πραγματοποίησε μια διπλή ρήξη. Ρήξη με την πανεπιστημιακή εκπαίδευση προς όφελος μια « αλήτικης » ζωής και ρήξη με την Ιρλανδία και με την αγγλική γλώσσα και λογοτεχνία. Εγκαθίσταται στο Παρίσι 1937 έγραψε στα γαλλικά.
Συμμετοχή στην Αντίσταση. Μεταπολεμικά γράφει πολλά . Ανάδυση. Εμφανίζεται ως επικεφαλής του « νέου θεάτρου ». Καθιέρωση το 1963, όταν παίχθηκε στο Θέατρο της Γαλλίας.
Benet Tony
BENETT Tony (1983) Formalism and marxism, Λονδίνο, εκδ. Methuen and co.
( 1989) Φορμαλισμός και μαρξισμός, Αθήνα, εκδ. Νεφέλη.
Réévaluation du formalisme
Dans cet ouvrage Benet présente le travail des formalistes russes.Il dit qu’il est besoin d’une nouvelle interprétation de leur oeuvre et que la critique marxiste affiche un intérêt plus grand.Car les problèmes de la critique marxiste proviennent du fait qu’elle n’est jamais vraiement éloignée de la critique traditionnelle.
Il propose donc une nouvelle signification du terme littérature par son transfert de l’espace de l’esthétique à l’espace de la politique où elle appartient.On se demande si la littérature est une catégorie qu’on doit conserver(p. 10).
Ces problèmes ne sont pas empiriques,mais ce sont de problèmes de langue,des langues théoriques spécialisées ou des discours de la critique littéraire et de la fonction du terme littérature dans tels discours (10).
Il accepte la place majeure de la langue parmi les sciences de la culture.Son rôle est accru même pendant la durée de la recherche. Il accepte avec Saussure que la langue signifie la réalité a en lui ajoutant une structuration conceptuelle. Que les objets dont la langue parle ne sont pas réels mais ils constituent un langage structuré conceptuel.Le mot boeuf ne signifie pas un boeuf réel mais la notion d’un boeuf grâce aux relations d’opposition. L’existant selon Benet ne disparaît pas. Mais sa connaissance s’accomplit par la médiation de la langue.
Συνόψιση της θεωρίας του Ηγκλετον
EAGLETON Tery (1981) Ο μαρξισμός και η λογοτεχνική κριτική, Αθήνα, ελλ. Έκδ. Υψιλον.
Το σημαντικότερο ζήτημα στην θεωρία λογοτεχνίας είναι το γιατί θα πρέπει πρώτα απόλα να ασχολούμαστε με την θεωρία της λογοτεχνίας, αφού υπάρχουν τα σοβαρότερα θέματα της πολιτικής.
Η θεωρία λογοτεχνίας βρίσκεται στην πολιτική από την αρχή.
Πολιτική είναι ο τρόπος οργάνωσης της κοινωνικής μας ζωής και οι σχέσεις εξουσίας.
Η ιστορία της λογοτεχνικής θεωρίας αποτελεί τμήμα της πολιτικής και ιδεολογικής ιστορίας της εποχής μας και έχει συνδεθεί με τις πολιτικές θεωρίες και πεποιθήσεις.
Η Θεωρία της Λογοτεχνίας δεν είναι αντικείμενο διανοητικής έρευνας, αλλά μια συγκεκριμένη προοπτική υπό την οποία βλέπουμε την ιστορία της εποχής μας, αφού κάθε θεωρητική εργασία για το νόημα συνδέεται με ευρύτερες Πεποιθήσεις για τη φύση των κοινωνιών και των ατόμων.
Ούτε οι καθαρές θεωρίες δεν είναι απαλλαγμένες από τέτοια προβλήματα. Είναι στο βάθος οι πιο ιδεολογικές.
Αλλά κατηγορούμε τις θεωρίες τις καθαρές, επειδή είναι συγκαλυμμένα ή ασυνείδητα πολιτικές, γιατί υποκριτικά διατυπώνουν δόγματα ως καθολικές αλήθειες, που όμως λίγη έρευνα μας δείχνει ότι συνδέονται με τα συμφέροντα συγκεκριμένων ομάδων ανθρώπων.
Αρα το συμπέρασμα είναι ότι η Θεωρία της λογοτεχνίας που εξετάσαμε είναι πολιτική
Αλλά δεν ενοχλεί το ότι είναι πολιτική, ούτε ότι τείνει να μας εξαπατήσει, αλλά η φύση της πολιτικής της τέτοιας Λ. Θ είναι που ενοχλεί, και μάλιστα έχει ενισχύσει τους όρους του συστήματος εξουσίας. Η λογοτεχνική θεωρία έχει μια πολύ συγκεκριμένη σχέση με αυτό το πολιτικό σύστημα, έχει βοηθήσει συνειδητά ή όχι στην ενίσχυση των προυποθέσεών του.
Δεν εννοούμε ότι πολλοί από τους κυρίαρχους κριτικούς θα συγκατάνευαν σε έναν εκμεταλλευτικό κόσμο, αλλά ότι αυτοί οι κριτικοί δεν βλέπουν ότι η Λ.Θεωρία έχει κάποια σχέση με τέτοια θέματα.
Σ’αυτό οι Θεωρίες της Λογοτεχνίας απαντούν ότι η λογοτεχνία ασχολείται ζωτικά με τις καταστάσεις της καθημερινής ζωής και απορρίπτει τη στεγνή διανοουμενίστικη έρευνα.
Σχόλιο του Ηγκλετον
Η σημερινή λογοτεχνία είναι μια φυγή από τέτοια πραγματικότητα προς ένα σύνολο εναλλακτικών λύσεων, που όμως είναι φαινομενικές, όπως είναι «το μυθιστόρημα», «η οργανική κοινωνία», «οι αιώνιες αλήθειες», «ο μύθος», «η φαντασία», «η γλώσσα».
Σχόλιο. Ετσι όμως ο ταδε λογοτέχνης αρνείται να αντιμετωπίσει κοινωνικές ιστορικές πραγματικότητες, δηλαδή αποφεύγει τις σύγχρονες ιδεολογίες. Σχόλιο. Στο βάθος της η τέτοια λογοτεχνία έχει ελιτισμό, σεξισμό, ατομικισμό μέσω της ίδιας της αισθητικής της. Και θεωρεί η Θεωρία της Λογοτεχνίας ως δεδομένο ότι στο κέντρο του σημερινού κόσμου βρίσκεται το στοχαζόμενο άτομο, που προσπαθεί να αποκτήσει επαφή με την εμπειρία την αλήθεια, την παράδοση!.
Σχόλιο. Στο βάθος δεν υπάρχει Λογοτεχνική θεωρία, και δεν υπάρχει λογοτεχνία. Και απόδειξη είναι το πλήθος των ασύμβατων μεταξύ τους θεωρήσεων, άρα δεν υπάρχει σταθερότητα στη Λογοτεχνική θεωρία.
Τότε την ενότητα των λογοτεχνικών σπουδών πού θα την αναζητήσουμε; στην σταθερότητα της λογοτεχνίας; Αλλά και η λογοτεχνία δεν έχει σταθερότητα, δεν έχει ενότητα. Αντίθετα “λογοτεχνία είναι ό,τι διδάσκεται” . Εξάλλου η ανοχή στον πλουραλισμό δεν είναι σωστή γιατί συνύπαρξη μεταξύ μεθόδων αντιφατικών μεταξύ τους δεν μπορεί να γίνει.
Από την άλλη και οι Θεωρίες ιμπρεσσιονιστικής ευαισθησίας που τάχα αρκούνται να διαβάσουν ευθέως τα κείμενα είναι ανεπαρκείς.
Αμήχανοι είναι οι πλουραλιστές , όταν λένε ότι υπάρχει μια κάποια αλήθεια στα πάντα. Μάλιστα είναι και πολιτικά σημαίνουσα η απόπειρα να μεταστρέψουμε αντικρουόμενες απόψεις σε ομοφωνία, και να ξεχνάμε ότι μερικές διαμάχες μπορούν να λυθούν μόνο υπέρ της μιας πλευράς.
Ετσι μετά από έναν αιώνα αγγλικών σπουδών δεν έχει αποφασιστεί σε ποιο στρατόπεδο ανήκει το αντικείμενο. Ο φιλελεύθερος ουμανισμός που βρίσκεται στο κέντρο (εκ μεγαλοαστών), δεν έχει πετύχει ούτε να νικήσει, ούτε να συμπορευτεί με τις κυρίαρχες ιδεολογίες και λέει ότι καλλιεργεί την πνευματική πληρότητα σε έναν εχθρικό κόσμο, ότι αντιπαθεί τον τεχνοκρατισμό. Ο Φράι και οι οπαδοί του, που νομισαν ότι είχαν επιτύχει τη σύνθεση των δυο έχουν ξεπεραστεί. Το ίδιο και ο δομισμός.
Οι ανθρωπιστικές σπουδές υπάρχουν βέβαια για να αναπαράγουν την ιδεολογία, αλλά η κοινωνική οργάνωση μέσα στην οποία λειτουργούν δεν φαίνεται να ενδιαφέρεται.
Η γεμάτη σεβασμό υπόκλιση του καπιταλισμού στις τέχνες είναι υποκρισία. Ο ανθρωπισμός αυτός βάζει στο κέντρο την μοναδικότητα του ατόμου, τις “αιώνιες αλήθειες” της ανθρώπινης κατάστασης.
Σχόλιο. Βέβαια το “μοναδικό άτομο” είναι η καλύτερη ιδεολογία που μπορεί να προβάλλει η σημερινή αστική κοινωνία.
Σχόλιο.Σχ. Ηγκλετον Αυτό αληθεύει βέβαια για την περίπτωση του πλουσίου που χρηματοδοτεί τις σπουδές του παιδιού του, αλλά δεν ισχύει όταν ο φτωχός δεν μπορεί να το στείλει σχολείο.
Σχόλιο.Ετσι στην πραγματικότητα τα τμήματα της λογοτεχνίας στην Ανώτατη αποτελούν τμήμα του ιδεολογικού μηχανισμού του σύγχρονου κράτους.
Σχόλιο. Παραδόξως πάντως υπάρχουν στις Λογοτεχνικές σπουδές των ΑΕΙ πολλές αξίες που είναι αντίθετες στις προτεραιότητες αυτού του κράτους. Το ωραίο είναι ότι από τους φοιτητές δεν ζητείται πάντως να καταλήξουν σε ορισμένα συμπεράσματα οι εργασίες τους για Ρίτσο Ελύτη, αλλά μόνο να χειριστούν τη γλώσσα με “αποδεκτούς τρόπους”.[1] Αυτό είναι που αξιολογείται και όχι το τι πιστεύουν ιδεολογικά. Κανείς δεν ενδιαφέρεται για τι λες , αρκεί οι θέσεις σου να είναι συμβατές. Από την άλλη ορισμένα λογοτεχνικά έργα επιλέγονται από το σύστημα ΑΕΙ γιατί είναι πιο κατάλληλα στο λόγο που διδάσκεται και προβάλλονται ως λογοτεχνία, ως λογοτεχνικός κανόνας.
Δηλαδή η κρατική βεβαίωση της επάρκειας κάποιου στις λογοτεχνικές σπουδές εξαρτάται από την ικανότητα να μιλάει μια γλώσσα με αποδεκτούς τρόπους, όχι από το τι πιστεύει, γιατί κανείς δεν ενδιαφέρεται για το τι ιδιαίτερο λες, τι ακραίες θέσεις έχεις.
Ο ίδιος ο λόγος δεν έχει κάποιο συγκεκριμένο σημαινόμενο σημασία, αλλά είναι ένα δίκτυο σημαινόντων. [2]
Από το σημείο αυτό και πέρα αυτός ο λόγος, η εθνικη γλώσσα[3] μπορεί να στρέψει την προσοχή της σε κάθε μορφή γραφής, δηλαδή και προς την ανάλυση της μη λογοτεχνικής γραφής.
Αυτό είναι που προκαλεί αμηχανία στους υπεύθυνους του συστήματος για την αυτοαντίφαση, για παράδειγμα μπορεί κανείς να κάνει ανάλυση σε ένα πάρτυ, για να βρει τις διαφορές ύφους, που μάλιστα να είναι τόσο έξυπνη όσο για τον Σοφοκλή.
Αλλά τότε η λογοτεχνική κριτική κινδυνεύει να χάσει την ταυτότητά της.
Μάλιστα η ανάλυση αυτή του πάρτυ θα μπορούσε να ονομαστεί εθνομεθοδολογία ή ερμηνευτική φαινομενολογία.
Επίσης η Κριτική της λογοτεχνίας βαφτίζει καλό ή κακό κάτι εξαιτίας της αυθαίρετης εξουσίας του θεσμού της λογοτεχνίας. Απόδειξη τούτου είναι ότι η λογοτεχνική κριτική φτιαχνει τα πρόσωπα τους αστέρες της υψηλής λογοτεχνίας.[4]
Η θεσμική λογοτεχνική κριτική φτιάχνει κανόνες
Πάντως είναι ιστορικά μεταβλητή η θεσμική λογοτεχνική κριτική.
Λοιπόν ο θεσμικός κριτικός λόγος είναι εξουσία : στην αστυνόμευση της γλώσσας, στην αστυνόμευση της ίδιας της γραφής, της κατηγοριοποίησής της σε λογοτεχνική γραφή και σε μη λογοτεχνική.
Ειδικότερα στην Αγγλία η θεσμική λογοτεχνική κριτική διαισθανόμενη ότι ο φιλελεύθερος ουμανισμός της εξαντλούνταν στράφηκε για βοήθεια σε πιο αυστηρές μεθόδους και θεώρησε ότι με το να προσθέσει λίγο από ιστορική ανάλυση, λίγο από δομισμό, θα μπορούσε να εκμεταλλευθεί αυτές τις ξένες προσεγγίσεις.
Σχόλιο.Όμως συνέβη το αντίθετο.
Γιατί δεν μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε εργαλεία δομισμού στο Paradise Lost χωρίς να δεχθούμε ότι αυτά μπορούν να χρησιμοποιηθούν και για το daily mirror, αλλά τότε η θεσμική κριτική διατρέχει τον κίνδυνο να χάσει το αντικείμενό της.
Σχόλιο και πρόταση του Ήγκλετον να ξαναπάμε στη Ρητορική. Ας περιοριστεί λοιπόν η κριτική . Η ιδιαιτερότητα της λογοτεχνικής κριτικής θα μπορούσε να βρεθεί στο να επιφέρει κάποια αποτελέσματα με τα ρητορικά τεχνάσματα. [5]
Η αρχαία ρητορική μέχρι νεώτερα χρόνια μέχρι τον 18ο αιώνα το έκανε αυτό.
Ευρύ όμως ήταν το πεδίο εκείνης της ρητορικής[6] περιλάμβανε όλες τις πρακτικές του λόγου στην κοινωνία, που τις έβλεπε ως μορφές εξουσίας (;), και δεν προβληματιζόταν για τη λογοτεχνικότητα.
Δεν ενδιαφερόταν εκείνη η ρητορική ούτε για την ανθρωπιστική χαρά που προσφέρει ο λόγος, ούτε για την φορμαλιστική επεξεργασία, αλλά για τις πραγματικές επιδράσεις, ως μορφές πειθούς, τις οποίες τις έβλεπε ως μορφές δράσης δεμένες με τις ευρύτερες κοινωνικές σχέσεις συγγραφέων και αναγνωστών. Αυτή η θέση μου, λέει ο Ηγκλετον είναι λοιπόν λέει η παλιά παραδοσιακή αντίληψη.
Εστιάζει ο Ήγκλετον στο ότι δεν είναι δυνατόν να μιλάμε για λογοτεχνία ως κάτι υφιστάμενο ιδιαίτερα, γιατί λογοτεχνία δεν υπάρχει, υπάρχουν μόνο πρακτικές του λόγου.
ΠΡΟΤΑΣΗ ΓΙΑ ΡΗΤΟΡΙΚΗ (βλ. μιχ από το βιβλίο LA DIALECTIQUE σελ 27-34
Ο Ήγκλετον λέει ότι δεν απέρριψε τις άλλες λογοτεχνικές θεωρίες για να προτείνει κάποια δική του, αλλά έναν λόγο που θα περιλάμβανε και το αντικείμενο λογοτεχνία μαζί με τα άλλα, αλλά θα το μετασχημάτιζε αυτό το αντικείμενο με το να το θέσει σε ένα ευρύτερο πλαίσιο αναφοράς[7] (δηλαδή όπως λέει ο Γκενόν, ερμηνεύει το ανώτερο με το κατώτερο). Ευρύτατο γένος λοιπόν να είναι η λογοτεχνία, που περιλαμβάνει πολλά.
Η ρητορική αυτή θα εξετάζει όλα τα συστήματα σημείων στην κοινωνία μας. Και θα έδινε απάντηση στο γιατί κάνουμε τον κόπο να ασχοληθούμε με αυτές τις μελέτες.
Εδώ είναι που κρίνει τα είδη λόγου με βάση το είδος αποτελεσμάτων που προκαλούν και με τον τρόπο που τα προκαλούν. Και ερχόμαστε στο ό,τι κάνει η ρητορική. Σχ. Είναι σαν να κάνει λειτουργικό ορισμό.
Με το παραπάνω εργαλείο που κατασκεύασε ψάχνει ο Ηγκλετον αν οι πρακτικές του λόγου είναι μορφές εξουσίας.
(Σχόλιο Μιχ. Αυτά λέει ο Δημητράκος για σημαίνουσες πρακτικές)
Η παλιά ρητορική την οποία υιοθετεί ασχολιόταν με όλες τις πρακτικές του λόγου σε μια κοινωνία, και τις ψάχνει να βρει αν είναι μορφές εξουσίας και γλωσσικής εφαρμογής.
Όχι στον δομισμό, όχι στην καθαρή στυλιστική.
Και έτσι ο Ήγκλετον ζητάει να αποσπάσει τη λογοτεχνία από τους νέους τρόπους ανάλυσης, από το δομισμό κα, που την διαχωρίζουν από κοινωνικούς καθοριστικούς παράγοντες.
Όχι να επαναφέρουμε όλους τους παλιούς όρους της ρητορικής, αλλά ας χρησιμοποιήσουμε νέες έννοιες που ενδιαφέρονται για τα λογοτεχνικά επινοήματα και ας πάρουμε και από την Θεωρία της πρόσληψης το πώς τα τεχνάσματα αυτά είναι αποτελεσματικά στο χώρο της κατανάλωσης. Δηλ. δέχεται τελικά εκλεκτικισμό και από τις δυο σχολές δομιστική και σχολή της πρόσληψης.
Βλέπει το λόγο ως μορφές εξουσίας και επιθυμίας. Και στο σημείο αυτό ο Ηγκλετον παίρνει πολλά από τον αποδομισμό και την ψυχαναλυτική σχολή.
Τέλος του αρέσει και υιοθετεί το ότι ο λόγος ο ίδιος μπορεί να ματασχηματίσει τους ανθρώπους και αυτό έχει κοινά σημεία με τον φιλελευθερισμό.
Αντίστροφα μειονεκτήματα και πλεονεκτήματα χωριστά του δομισμού του φιλελεύθερου ανθρωπισμού.
Ο δομισμός | Ο φιλελεύθερος ουμανισμός |
Λένε ότι η μελέτη των τρόπων που οι άνθρωποι δημιουργούν νόημα θα μπορούσε να εμβαθύνει την κριτική μας αυτογνωσία. | Λένε ότι αξίζει να ασχολούμαστε με τη λογοτεχνία γιατί μας κάνει καλύτερους ανθρώπους. Ως εδώ καλό.
Αλλά συνεχίζουν εξετάζοντας αυτήν την μετασχηματιστική δύναμή της απομονωμένη από κάθε καθοριστικό κόστος και εξηγούν το καλός άνθρωπος αφηρημένα. |
Πάντως είναι δεκτή η άποψη του “φιλελεύθερων ουμανιστών” και επαρκής αρκετά στο ότι λέει ότι η λογοτεχνία μπορεί να μας μεταμορφώσει σε καλούς ανθρώπους, αλλά κακώς υπερβάλλει βλέποντάς το απομονωμένα από κάθε καθοριστικό κοινωνικό πλαίσιο.
Και σε αυτό το στοιχείο κακώς αγνοούν ότι το να είσαι καλός άνθρωπος στη σημερινή δυτική κοινωνία σημαίνει να συνδέεσαι άρα να είσαι κατά μιαν έννοια υπεύθυνος για το είδος των πολιτικών συνθηκών.
Η ανθρωπιστική θέση είναι τελικά μια μεγαλοαστική ηθική ιδεολογία, που περιορίζεται σε διαπροσωπικά προβλήματα, σε θέματα ανάλογα όπως η ζήλεια, όσα λέει ο Σπινόζα, όσα λέει για την ελευθερία ο Μπέρλιν.
Και όταν ο ουμανισμός αυτός επεκτείνεται σε γενικότερα ζητήματα, μιλάει τότε για τις “τυπικές αρχές” όχι συγκεκριμένα. Δεν μιλάει για συγκεκριμένα για τις στρεβλές πολιτικές καταστάσει, για τα παιγνίδια του πετρελαίου. Μένει για την ελευθερία, αλλά και εδώ η θέση του είναι αφηρημένη, γιατί η ελευθερία κάθε συγκεκριμένου ατόμου είναι απατηλή, όσο βασίζεται στην ενεργή καταπίεση των άλλων.
Η Δε λογοτεχνία είναι δυνατόν να διαμαρτύρεται ή όχι για αυτές τις στρεβλές συνθήκες, αλλά η ύπαρξη της λογοτεχνίας είναι δυνατή λόγω αυτών ακριβώς των συνθηκών.
Σχόλιο. Θέλει να κρίνει ο Ήγκλετον όπως οι σοσιαλιστές και να απαντήσει ότι το να λένε οι φιλελεύθεροι ουμανιστές “καλύτερος άνθρωπος” πρέπει να είναι συγκεκριμένο και πρακτικό, δηλαδή να αφορά συνολικά τις πολιτικές καταστάσεις των ανθρώπων, και όχι τις διαπροσωπικές σχέσεις, οι οποίες μπορεί να εξαχθούν από αυτό το συγκεκριμένο σύνολο. Να είναι δηλαδή πολιτική και όχι ηθική επιχειρηματολογία των ουμανιστών. Βλ. μετά τον κομμουνισμό για τυπικές αρχές. Και αν είναι ηθική η επιχειρηματολογία, πρέπει να είναι αυθεντικά ηθική, δηλαδή να βλέπει τις σχέσεις ανάμεσα στις ατομικές αξίες και στις συνολικές υλικές συνθήκες της ύπαρξης. Αυτός ο στοχασμός μάλιστα είναι και πολιτικός τότε.
Σε ένα άλλο σημείο επίσης επιμένει ο Ηγκλετον, ότι ακόμα και για τον ουμανισμό στο βάθος υπάρχει χρησιμότητα στην λογοτεχνία, αφού χρησιμοποιούν οι ουμανιστές τη λογοτεχνία για να προωθήσουν ορισμένες ηθικές αξίες, οι οποίες στο βάθος σχετίζονται με ορισμένες ιδεολογίες, και υποθέτουν μια ορισμένη μορφή πολιτικής. Μάλιστα οι αξίες τους αυτές κατευθύνουν από την αρχή τη διαδικασία της ανάγνωσής τους και διαμορφώνουν τον τρόπο ερμηνείας τους.
Με άλλα λόγια και ο ουμανισμός κάνει το ίδιο (μόνο που δεν το ομολογεί) που κάνει και ο Ηγκλετον , δηλαδή μια πολιτική κριτική, δηλαδή να διαβάζουμε τα κείμενα υπό το φως ορισμένων αξιών, συνδεομένων με πολιτικές πεποιθήσεις.
Η διαφορά ανάμεσα στα δυο δεν είναι λοιπόν διαφορά πολιτικής και μη πολιτικής, αλλά διαφορά μεταξύ δύο πολιτικών, της πολιτικής των ριζοσπαστών που βλέπουν τον κόσμο κερματισμένο και των θεσμικών κριτικών που έχουν διαφορετική άποψη για το πώς είναι ο κόσμος.
Βέβαια στο ποιο είδος πολιτικής είναι προτιμότερο δεν μπορεί να δοθεί οριστική απάντηση αν παραμείνουμε στην λογοτεχνική κριτική, γιατί θα επεκτεινόμαστε τότε στην πολιτική.
Ενας φεμινιστής είναι ένας αριστερός όχι γιατί όσα λέει ευνοούν το πολτικό κόμμα του | Ο ουμανιστής |
Πιστεύει ότι και η σεξουαλικότητα και ο φεμινισμός είναι κεντρικά θέματα στη λογοτεχνία και ότι η κριτική που τα αποσιωπά είναι ανειλικρινής.
Ο δε σοσιαλιστής ισχυρίζεται ότι η πάλη των τάξεων είναι το υλικό της ιστορίας, άρα και υλικό της ίδιας της λογοτεχνίας, εφόσον η λογοτεχνία είναι ιστορικό φαινόμενο. |
Ο ουμανιστής θα έλεγε ότι τα προτεινόμενα από τον σοσιαλιστή και το φεμινιστή θέματα είναι ζήτημα ακαδημαϊκό , δηλαδή σημαίνει μια πιο πλήρη περιγραφή της λογοτεχνίας. Με τρόπο που αυτά θα εμβαθύνουν τη ζωή του. Ο σοσιαλιστής συμφωνεί ως εδώ.
Αλλά λένε κριτικοί όπως ο Ηγκλετον ότι μια τέτοια εμβάθυνση συνεπάγεται τον μετασχηματισμό μιας κοινωνίας διαιρεμένης σε τάξεις και φύλα. |
Αρα