Archive for Νοέμβριος 2017
ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΠΑΥΛΟ ΚΡΙΝΑΙΟ
ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ Π.ΚΡΙΝΑΙΟΥ
Ο Παύλος Κριναίος (Χαρίλαος Νεοφύτου Μιχαηλίδης), ποιητής της πρωτοπορίας της δεκ. του ’20, γεννήθηκε στην Πάφο το στις 17 Ιουνίου 1902 (σύμφωνα με επίσημα έγγραφα που έχω στη διάθεσή μου και όχι το 1903, όπως κακώς γράφεται), ήλθε στην Αθήνα για σπουδές το 1923και πέθανε στην Αθήνα το 1986. Την πρώτη του εμφάνιση στα γράμματα την κάνει στην εφημερίδα «Πάφος» το 1921, και λίγο αργότερα στην εφημερίδα της Λεμεσού «Αλήθεια».
. Στην Αθήνα φοίτησε για τρία χρόνια στη Φιλοσοφική Σχολή και επειδή του κόπηκε η βοήθεια που του έστελναν από την Κύπρο, αναγκάστηκε να εργάζεται αρχικά σε διάφορες δουλειές και αργότερα στην αθλητική δημοσιογραφία. Δημοσιεύει τα πρώτα ώριμα έργα του στη «Νέα Εστία» του Γρηγόρη Ξενόπουλου. Στο περιοδικό και συγκεκριμένα στην μόνιμη στήλη με τίτλο «Πρωτοπορία» δημοσιεύεται το πιο κάτω σημείωμα για τον Κριναίο:
«Με τον τίτλο αυτό Θα δημοσιεύομεν συχνά ποιήματα νέων ποιητών, μάλλον ή ήττον αγνώστων. Και αρχίζομεν με δυο του κ. Παύλου Κριναίου Μιχαηλίδη, ο οποίος είναι ίσως ο γνωστότερος με το ποίημα «Ο ύπνος μιας μικρής εταίρας». Εκρίναμε λοιπόν, ότι ο κ. Μιχαηλίδης αξίζει την τιμήν ν’ ανοίξει αυτήν την «πρωτοπορίαν».
Και ακόμη ότι το το όνομά του θα ήτο μια ενθάρρυνση δια μερικούς άλλους. Οπωσδήποτε τα ποιήματα του κ. Μιχαηλίδη Θα δημοσιεύονται εις το εξής χωριστά. Ελπίζομεν δε ότι και άλλοι, επιβαλλόμενοι σιγά – σιγά δια της «πρωτοπορίας» Θα γίνουν κατόπιν τακτικοί συνεργάται μας. Διότι το πρόγραμμα της «Νέας Εστίας» περιλαμβάνει, ως γνωστόν, και την εμφάνιση νέων λογοτεχνών εις όλα τα είδη». Έργα του συμπεριλαμβάνονται στην «Ανθολογία των νεωτέρων ποιητών», και στα περιοδικά της «Μεγάλης Ελληνικής Εγκυκλοπαίδειας» και της «Εστίας,,.
Εργάστηκε ως συντάκτης της εφημερίδας «Βραδυνή» για αρκετά χρόνια.
Εξέδωσε τις ποιητικές συλλογές:
«Φρυγικοί αυλοί» (1932),
«Μωσαϊκά και επιγράμματα» (1934)
«Τετράδια των αγγέλων» (1970)
«Το χρυσό δισκοπότηρο» (1972)
«Το μανουάλι με τα 63 κεριά» (1974) και άλλα.
Εξέδωσε, επίσης, δύο ποιητικές συλλογές για παιδιά, όπου και βραβεύτηκαν. Η ποίηση του γεμάτη λυρισμό και τρυφερότητα περιστρέφεται στον άνθρωπο, τις ανησυχίες του με φυσιολατρικούς ήχους και πλούσιες εικόνες.
Σημείωμα για τον Παύλο Κριναίο στην έκδοση του περιοδικού ΜΕΛΙΣΣΑ το 1925
(Παύλος Κριναϊος)
Γεννήθηκε στην Πάφο της Κύπρου το 1903(Σημερινή σημείωση : πρόκειται για λάθος. Το σωστό είναι 1902). Σπούδασε τα έγκύκλια στήν πατρίδα του, κι’ άφού έργάστηκε έκεί 1 —2 χρόνια, το καλοκαίρι του 1923 ήλθε στην Αθήνα και γράφτηκε στην φιλοσοφική σχολή του Πανεπι-στημίου. Συνεργάστηκε μόνο στα περιοδικά και στάς εφημερίδας της Κύπρου με παληά του τραγούδια. Εκ-δίδει προσεχώς ποιητική συλλογή με τον τίτλο «Λυρικές Λιτανείες»με κριτικό πρόλογο του Κωστή Παλαμά, συγχρόνως δέ έτοιμάζει καί τόμο άπό λυρικές πρόζες με τον τίτλο «Βιβλικά κρίνα».
Ο Παύλος Κριναίος προς τα τέλη της δεκαετίας του 1920 έγινε φίλος της Μαρίας Πολυδούρη και την επισκεπτόταν καθημερινά στο Νοσοκομείο Σωτηρία στη Βούλα, όπως μου έλεγε και όπως αφηγείται και η αδελφή της Μαρίας Πολυδούρη, η Βιργινία. Βλέπε το παρακάτω κείμενο της Ντουνιά.
Σελίδες από ανέκδοτη μαρτυρία τής Βιργινίας Πολυδούρη
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: ΜΙΣΕΛ ΦΑΪΣ – ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
Την επισκέπτονταν σχεδόν καθημερινά οι ποιητές Κ. Παπαδάκης, Μ. Ζώτος, Π. Κριναίος, Γ. Χονδρογιάννης και άλλοι που δεν θυμάμαι.
Μετά την επιστροφή της Μαρίας Πολυδούρη από το Παρίσι και την είσοδό της στο Νοσοκομείο «Σωτηρία», η Βιργινία της συμπαραστάθηκε, όσο μπορούσε και όσο ήταν δυνατόν για τις συνθήκες της εποχής και τις δυσκολίες που παρουσίαζε η φροντίδα μιας ανυπότακτης άρρωστης όπως ήταν η Πολυδούρη. Η Βιργινία, καλλιεργημένη και ευαίσθητη, δεν παντρεύτηκε και έζησε αφοσιωμένη στη μνήμη τής αδελφής της.
Εκείνη η Βιργινία έδωσε αρκετές πληροφορίες στη Λιλή Ζωγράφου σχετικά με τη ζωή τής ποιήτριας και συνέταξε μια βιογραφία – μαρτυρία για την αδελφή της, η οποία όμως δεν εκδόθηκε όσο ζούσε. Από αυτήν τη χειρόγραφη βιογραφία, που η τελευταία και οριστική της μορφή υπογραμμένη από τη Βιργινία καταλαμβάνει 22 χειρόγραφες σελίδες με χρονολογική ένδειξη: Οκτώβριος 1980, προέρχονται τα αποσπάσματα που ακολουθούν: το πρώτο αναφέρεται στο σταθερό ενδιαφέρον τής Πολυδούρη για τα δικαιώματα των γυναικών και το δεύτερο στο πώς η νεαρή ποιήτρια μετέτρεψε ένα άθλιο δωματιάκι στη «Σωτηρία» σε τόπο συνάντησης διανοουμένων και καλλιτεχνών.
Την έβαλαν στην τρίτη θέση σ’ ένα μικρό δωμάτιο που προοριζόταν για τους κατάκοιτους. […]
Το θλιβερό άγγελμα της αυτοκτονίας του Καρυωτάκη απ’ την Πρέβεζα την έφερε στο χείλος του θανάτου, μαυροντύθηκε και χειροτέρεψε το υπόλοιπο της ζωής της […].
Το δωματιάκι αυτό το διακόσμησε με ποιητές όπως ο Μπάυρον, ο Μποντλέρ και άλλους. Τον Καρυωτάκη τον είχε στο κομοδίνο της. Το μικρό δωματιάκι μεταβλήθηκε σε σαλόνι ποιητών και λογίων. Εκεί την επισκέφθηκε επανειλημμένως ο αναμορφωτής του Βασιλικού θεάτρου Φώτος Πολίτης, γιατί υπήρξε μαθήτριά του στη σχολή από τις ξεχωριστές. Επίσης η μεγάλη τραγωδός Μαρίκα Κοτοπούλη τη διέκρινε στη σχολή, είπε πολλά επαινετικά λόγια και προπαντός για τη φωνή της, τόσο γλυκιά και τόσο βελουδένια… Επίσης την επισκέπτετο συχνά ο Αγγελος Σικελιανός, σχεδόν κάθε μεσημέρι, με αγάπη και συμπόνια, αλλά έτυχαν τότε οι Δελφικές γιορτές και την αποχαιρέτησε χωρίς να την ξαναδεί πια. […] Εκεί στη Σωτηρία συνάντησε τον ποιητή Γιάννη Ρίτσο, που ήταν κι αυτός τρόφιμος για ένα διάστημα και συνδέθηκαν φιλικά.
Την επισκέπτονταν σχεδόν καθημερινά οι ποιητές Κ. Παπαδάκης, Μ. Ζώτος, Π. Κριναίος, Γ. Χονδρογιάννης και άλλοι που δεν θυμάμαι.
Ο Ζώτος καθόταν σε μια γωνιά με μάτια δακρυσμένα. Η Μαρία του είπε: «Το ξέρω Ζώτο, εσύ δεν θα με ξεχάσεις ποτέ, το βλέπω». Πράγματι ο Ζώτος όλα του τα τραγούδια τα έχει αφιερώσει σ’ αυτήν. Ενα απ’ αυτά, το «Ιερή μορφή π’ απόκοσμα σ’ έχει σμιλέψει ο πόνος… μόν’ δέξου την αγάπη μου κι ό,τι μου μένει ωραίο σαν προσφορά π’ αντίδωρο δε σου ζητά κανένα», μου έλεγε κάποιος συγγενής του, στο χωριό του το έχουν μελοποιήσει και το τραγουδούν τα παλικάρια […].
Η Μυρτιώτισσα, η μεγάλη καρδιά που την ονόμαζε η Μαρία, τη συντρόφευσε μέχρι το θάνατό της με πολλή συντριβή και αγάπη. Την έλεγε «παιδί της», που γεννήθηκε για να συνεχίσει το έργο της. Επίσης στη «Σωτηρία» δέχτηκε την επίσκεψη του Κώστα Ουράνη και της κυρίας του Αλκη Θρύλου, του Σκίπη και του σκιτσογράφου του «Βήματος» Φ. Δημητριάδη. Αυτό έγινε τον Ιανουάριο του 1930. Ο Δημητριάδης τη σκιτσάρισε και ο Ουράνης της μίλησε παρηγορητικά και με αγάπη και βλέπομε τότε στο «Βήμα» το δημοσίευμα του Ουράνη ολόκληρη σελίδα σε τρεις μέρες συνέχεια μαζί με το σκίτσο. Τότε είδαμε και το θρήνο της Μαρίας γιατί το «Βήμα» άνοιξε έρανο για τη διάσωσή της: «Δεν ζήτησα σωτήρες», είπε, «να κρατήσουν τα λεφτά και να σταματήσουν τους εράνους, δεν δέχομαι τίποτε!».
ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΝΤΟΥΝΙΑ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ – 20/05/2005
Για τη δράση του Παύλου Κριναίου στο μεσοπόλεμο
Από το αρχείο της Βουλής, όπως αναρτήθηκε στο Ιντερνετ φαίνεται ότι ο Παύλος Κριναίος εργαζόταν ως δημοσιογράφος στην αθλητική δημοσιογραφία. Ηταν διευθυντής σε αρκετά αθλητικά φύλλα. Το 1934 μέχρι το 1935 ήταν διευθυντής στην ΑΘΛΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ. Τότε είναι που έγραφε τους πομπώδεις τίτλους για τον Ολυμπιακό, που τον πρωτοονόμασε Θρύλο και Κόκκινη θύελλα. Και τότε είναι που δημιούργησε το φάντασμα ενός θρύλου, τους άθλους του Τζιμ Λόντου, που από απλό παλαιστή τον μετέτρεψε σε μιντιακό είδωλο, κάτι που ήταν πρωτόφαντο για την ελληνική τότε φαντασιακή πραγματικότητα.
(Βλ. λήμμα του Αρχείου της Βουλής: “Εβδομαδιαία Εφημερίς, εκδίδεται εκάστην Δευτέραν. Διευθυντής: Παύλος Κριναίος. 190, ΑΘΛΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ – Αθήνα, 1934, 12/1934 – 12/1935, 11844, ΑΘΗΝΑ …
catalog.parliament.gr/hipres/help/null/horizon/digital.xls”).
Μεταξύ των προνομίων είναι και η αρνηση των υλικών αγαθών ως υπέρτατη εκδήλωση ηθικής ανωτερότητας. Το ειπε ο Σαρτρ και το εντοπίζει ο Γκαστόν Μπουτούλ στην Ιστορία της Κοινωνιολογίας του.
Ο ΠΑΥΛΟΣ ΚΡΙΝΑΙΟΣ ΗΤΑΝ ΣΤΗΝ ΠΡΩΤΟΠΟΡΙΑ ΔΕΚ. ’20, ’30
Ο Παύλος Κριναίος έκανε την πρώτη του εμφάνιση στα γράμματα στην εφημερίδα «Πάφος» το 1921 και στην εφημερίδα της Λεμεσού «Αλήθεια».
Στην Αθήνα δημοσίευσε τα πρώτα ώριμα έργα του στη «Νέα Εστία» του Γρηγόρη Ξενόπουλου. Στο περιοδικό και συγκεκριμένα στην μόνιμη στήλη με τίτλο «Πρωτοπορία» δημοσιεύεται το πιο κάτω σημείωμα για τον Κριναίο: «Με τον τίτλο αυτό Θα δημοσιεύομεν συχνά ποιή-ματα νέων ποιητών, μάλλον ή ήττον αγνώστων. Και αρχίζομεν με δυο του κ. Παύλου Κριναίου Μιχαηλίδη, ο οποίος είναι ίσως ο γνωστότερος με το ποίημα «Ο ύπνος μιας πικρής εταίρας». Εκρίναμε λοιπόν, ότι ο κ. Μιχαηλίδης αξίζει την τιμήν ν’ ανοίξει αυτήν την «πρωτοπορίαν». Και ακόμη ότι το τόνομά του θα ήτο μια ενθάρρυνση δια μερικούς άλλους. Οπωσ-δήποτε τα ποιήματα του κ. Μιχαηλίδη Θα δημοσιεύονται εις το εξής χωριστά. Ελπίζομεν δε ότι και άλλοι, επιβαλλόμενοι σιγά-σιγά δια της «πρωτοπορίας» Θα γίνουν κατόπιν τακτικοί συνεργάται μας. Διότι το πρόγραμμα της «Νέας Εστίας» περιλαμβάνει, ως γνωστόν, και την εμφάνιση νέων λογοτεχνών εις όλα τα είδη».
Ποιήματά του δημοσιεύτηκαν και στο περιοδικό της Μεγάλης Ελληνικής Εγκυκλοπαίδειας. Και στο κυριακάτικο παράρτημα της Εγκυκλοπαί-δειας του Παύλου Δρανδάκη ( Από 28-2-1926 μέχρι 10-3-1929), περιλαμβάνονται 70 ποιήματα και 4 «λυρικές πρόζες».
Αυτά τα 75, συνολικά, κείμενα εμφανίζονται σε δύο φάσεις: η πρώτη, που φαίνεται να είναι η παραγωγικότερη και η πιο ενιαία (52 κείμενα, πολλά από τα οποία είναι επιγράμματα ή ολιγόστιχα ποιήματα) αρχίζει με το φύλλο της 5ης Σεπτεμβρίου του 1926, και σταματά στο φύλλο της 16ης Ιανουαρίου του 1927, η δεύτερη φάση (23 ποιήματα, τα περισσότερα μέτριου ή μεγάλου, για τις νόρμες του Κριναίου, μεγέθους) ξεκινά από τις 4 Μαρτίου του 1928, και λήγει στις 19 Αυγούστου του 1928.
Ο Παύλος Κριναίος αποτέλεσε και μέλος της κίνησης του δημοτικισμού στην Κύπρο, όπως αναφέρει η κ. Χριστοδουλίδου : “Το περιοδικό Αβγή (1924 – 1925) όμως είναι που θα συνδράμει, με τη σύντομη αλλά καταλυτική παρουσία του, στην επικράτηση της δημοτικής γλώσσας. Οι συνεργάτες του περιοδικού Αβγή, έγραψαν σε δημοτική γλώσσα[43] σε μια προσπάθεια να αποβάλουν το παλιό ένδυμα της καθαρεύουσας, υιοθετώντας το πνεύμα της εποχής του δημοτικισμού. Κατόρθωσαν να εκφράσουν, με καθαρό τρόπο, το πνευματικό στίγμα του τόπου τους, όσο κράτησε η σύντομη παρουσία του περιοδικού. Ήταν οι λεγόμενοι σοσιαλιστές δημοτικιστές που ακολουθούσαν τα διδάγματα του Σκληρού και του Δελμούζου και ανέδειξαν τη δημοτική γλώσσα σε σύμβολο ανατρεπτικού λόγου. Έχουμε την εντύπωση ότι με την Αβγή ξεπεράστηκε η γλωσσική αφετηρία του ζητήματος και στην Κύπρο και αναδείχθηκε, μέσ’ από την υιοθέτηση της δημοτικής, ο απώτερος σκοπός του περιοδικού και μια νέα αντίληψη για τη ζωή και την κοινωνία : νεωτερικότητα, αποσκίρτηση από παραδοσιακά πρότυπα, κοινωνική χειραφέτηση. Στην επανέκδοση του περιοδικού διαβάζουμε σχετικά : «Νέοι με ένθερμη ανάγκη για έκφραση προσπαθούν να θρυμματίσουν το σκληρό κέλυφος της καθαρεύουσας που μεσουρανούσε τότε. Ευαίσθητοι δέκτες των τεκταινομένων της εποχής τους συντονίζουν τις πνευματικές συνιστώσες του χώρου όπου έζησαν.
Οι συντελεστές του περιοδικού Αβγή είναι οι : Αντ. Ιντιάνος, Αιμ. Χουρμούζιος, Γ. Λεύκης και Χρ. Χριστοδουλίδης. Γύρω απ’ αυτούς και εξίσου σημαντικοί συνεργάτες είναι οι Γλ. Αλιθέρσης, Ν. Νικολαϊδης, Π. Βαλδασερίδης, Δ. Μ. Δημητριάδης, Π. Κριναίος, Ξ. Λυσιώτης, Γ. Σ. Οικονομίδης, Γ. Φυλαχτού, Λ. Παυλίδης, Ζ. Ρωσσίδης, Τ. Φραγκούδης.”
Ο Παύλος Κριναίος στο Μεσοπόλεμο αποτελούσε μέλος του κύκλου των λογοτεχνών του Μπαγκείου (τέλος της δεκαετίας του ’20 μέχρι και τα χρόνια της Κατοχής).
Στη σελίδα 296 του ωραίου βιβλίου του Γ. Παπακώστα διαβάζουμε τις μαρτυρίες για το Μπάγκειον ως κέντρο συγκέντρωσης των λογοτεχνών της εποχής : «..ο Βαιάνος για να πετύχη η συγκέντρωση, σου ‘λέγε πως δεν πρέπει να λείψης, κάτι σε θέλει ο Τάδε — κι έλεγε το ίδιο και σ’ αυτόν. Με τον ένα ή τον άλλο τρόπο το υπόγειο λουκουματζίδικο της Αθηνάς για ένα διάστημα συγκέντρωσε όλους σχεδόν τους λογοτέχνες και λογίους της εποχής. Από τον μεγάλο αυτό αριθμό αναφέρονται τα ονόματα των Τέλλου ‘Άγρα, Τεύκρου Άνθία, Κ. Βάρναλη, Ναπ. Λαπαθιώτη, Φώτου Γιοφύλλη, του Παύλου Κριναίου, Απ. Μαγγανάρη, Χαρ. Παπαντωνίου, Ν. Κατηφόρη, Μυρτιώτισσας [Θεώνη Δρακοπούλου], Κλ. Παράσχου, Αλκη Θρύλου καί αρκετών άλλων. (Παπακώστας, σελ. 296)
«Από το «Μπάγκειον» περνούσε που καί που κι ό Άλέξ. Παπαναστασίου καθώς καί τότε επίδοξος ποιητής Γιάννης Ρίτσος.»
«Το Μπάγκειον αποτελούσε καταφύγιο και για πολλούς νέους λογοτέχνες και οι συναναστροφές τους αυτές επέδρασαν δημιουργικά στη μετέπειτα συγγραφική τους δραστηριότητα. Παρακολουθώντας τίς σχετικές συζητήσεις διαμόρφωναν μια σφαιρική αντίληψη για τη λογοτεχνία, ενώ παράλληλα είχαν ακροατές για να διαβάζουν έργα τους και να δέχονται τις παρατηρήσεις των εμπειρότερων. Ένας ελάχιστα γνωστός Κρητικός ποιητής, ό Π. Στυλίτης [Γιαννακουδάκης], απαντώντας σε σχετική ερώτηση δημοσιογράφου είπε «η ερώτηση σας μου θυμίζει μια φιλολογική συντροφιά της Αθήνας στα 1928, τον κύκλο του “Μπαγκείου”, το Χάγερ-Μπουφίδη, τον Ρίτσο, τον Άνθια, τον Παύλο Κριναίο, το μακαρίτη Ζώτο, κι άλλους. Σ’ αυτούς έδειξα τότε τους πρώτους μου στίχους» Εφ. Κρητική Φωνή, 11 Δεκεμβρίου 1937.
Βλ. Παπακώστας, σελ. 301
Βλ σχετικές μαρτυρίες στα παρακάτω :
ΠΑΠΑΚΩΣΤΑΣ Γιάννης (1988) Φιλολογικά σαλόνια και καφενεία της Αθήνας (1880-1930), Αθήνα, έκδ. Εστία.
Σπ. Παναγιωτόπουλος, άνθρωποι, Καιροί, Τόποι, σελ. 293.
περ. Λόγος, 1931, σελ. 291-292·
Μάριος Βαιάνος, «Γράμματα, Αθήνα Νέοι καί παλαιοί λογοτέχνες κάτω από τα τόξα ενός ύπογείου ζαχαροπλαστείου», περ. ‘Οθόνη (Αλεξάνδρειας), 12 Μαρτίου 1927·
Φ Γιοφύλλης. «Τα φιλολογικά καφενεία της Αθήνας, περ. Έβδομάς. τχ. 306. 11 Αύγουστου 1933
Βύρων Δαβός, 25χρόνια κοντά στον Μάριο Βαϊάνο. Αθήνα
Π. Στυλίτης [Γιαννακουδάκης], Εφ. Κρητική Φωνή, 11 Δεκεμβρίου 1937
Κατά το Μεσοπόλεμο, ο Παύλος Κριναίος παρουσίασε ποιήματά του και στο περιοδικό «Ο Λόγος»
Αντλώ την πληροφορία από την ΕΛΕΝΑ ΧΑΜΑΛΙΔΗ , Το Βήμα 28 Οκτωβρίου 2001
Ο Λόγος, ήταν ένα περιοδικό, το οποίο εκδιδόταν κατά το Μεσοπόλεμο και του οποίου εκδότης ήταν ο Αρ. Ν. Μαυρίδης
Το περιοδικό αυτό παρουσίαζε κείμενα και της γενιάς του ΄20 και της γενιάς του ΄30
Στους συνεργάτες του συγκαταλέγονται έτσι οι Τ. Αγρας, Μ. Παπανικολάου, Αδ. Παπαδήμας, Απ. Μαγγανάρης, Π. Κριναίος, Μ. Κανελλής, Γ. Σκαρίμπας, Ρ. Μπούμη, Α. Δρίβας, Ν. Κατηφόρης, Ν. Καζαντζάκης, Γ. Μουρέλλος κ.ά.
Ο ΠΑΥΛΟΣ ΚΡΙΝΑΙΟΣ ΣΤΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ «ΝΕΑ ΓΕΝΙΑ»
Ο ΠΑΥΛΟΣ ΚΡΙΝΑΙΟΣ ΕΙΧΕ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΙ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΣΤΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ «ΝΕΑ ΓΕΝΙΑ» ΠΟΥ ΠΡΩΤΟΚΥΚΛΟΦΟΡΗΣΕ ΤΟ 1943
Η σύλληψη του Παύλου Κριναίου από τα SS.
Παρουσιάζω ένα απόσπασμα από την Ιστοσελίδα “Νέα Γενιά”, όπου αναφέρεται ως συνεργάτης ο Παύλος Κριναίος.
Ισως η συνεργασία αυτή να σχετίζεται με τη σύλληψη του Παύλου Κριναίου από τα SS κατά την Κατοχή. Ο πατέρας μου αφηγιόταν με το δικό του τρόπο τη σύλληψη αυτή. Δηλαδή φώτιζε με έντονο τρόπο ορισμένα κορυφαία σημεία από το γεγονός. Ετσι έχω μείνει με την εντύπωση ότι η έδρα των SS ήταν στο μέγαρο του Ερρίκου Σλήμαν. Δεν το έχω διασταυρώσει. Ο Παύλος Κριναίος δεν ήταν η πρώτη φορά που είχε προβλήματα με τις δυνάμεις κατοχής. Το 1942 είχε συλληφθεί και είχε οδηγηθεί από τους Ιταλούς στον Αλμυρό Θεσσαλίας. Και για το στοιχείο αυτό δεν έχω πλήρη εικόνα παρά μόνο εικόνες για το στρατόπεδο, για τους πελαργούς του Αλμυρού, για την πείνα. Ο λόγος της εξορίας πρέπει να ήταν η βρετανική υπηκοότητα του Παύλου Κριναίου.
«Ένα μήνα μετά την ίδρυση της ΕΠΟΝ, στις 23 Φλεβάρη 1943, κυκλοφόρησε το πρώτο φύλλο της μικρής παράνομης εφημεριδούλας Νέα Γενιά. Από το χωμένο στα έγκατα της γης παράνομο τυπογραφείο, δουλεμένο από την ηρωική Ηλέκτρα Αποστόλου που την εποχή εκείνη ήταν μέλος του Γραφείου του ΚΣ της ΕΠΟΝ. Το κύριο άρθρο αναφέρεται στο 1821 και καλεί τη νέα γενιά να τιμήσει τους ήρωες του. Στο φύλλο αυτό δημοσιεύεται η σύνθεση του ζωγράφου Ηλία Φέρτη.
Η Νέα Γενιά είχε την τύχη να ξεκινήσει με την πνοή της ηρωικής Ηλέκτρας (οι ΕΠΟΝίτες την ξέραμε με το ψευδώνυμο «Στάσα»).
Ενα χρόνο αργότερα θα έπεφτε στα χέρια των δολοφόνων της ασφάλειας (Λάμπρου – Παρθενίου – Πλυτζανόπουλου) και θα μαρτυρούσε, στο άντρο της Γενικής Ασφάλειας στην οδό Ελπίδος, τον Ιούλιο του 1944.
Στη συντακτική επιτροπή μετείχαν: η Μαρία Σβώλου, η Ρόζα Ιμβριώτη, ο Κώστας Σωτηρίου και ο Σταύρος Ζορμπαλάς (Λάμπης) που έγινε αργότερα υπεύθυνος του περιοδικού. Λίγο αργότερα στη συντακτική επιτροπή μπήκαν οι ΕΠΟΝίτες Νίκος Καραντηνός και Νίκος Γιαναράς.
Ας δούμε όμως τώρα τη Νέα Γενιά στη διαδικασία της έκδοσης, στα χρόνια που παίρνει σχήμα περιοδικού, από το Νοέμβρη του 1944 μέχρι το τελευταίο τεύχος, τον Οκτώβρη του 1947.
Σ’ αυτή την περίοδο η Συντακτική Επιτροπή, την καθοδήγηση της έχει πάντα το Προεδρείο της ΕΠΟΝ. Έχει διευρυμένη σύνθεση. Σ’ αυτή μετέχουν μεγάλοι φίλοι της ΕΠΟΝ, όπως η Ρόζα Ιμβριώτη, ο Κώστας Σωτηρίου, η Σοφία Μαυροειδή -Παπαδάκη, ο Πάνος Θεοδωρακόπουλος, ο Πάνος Λαμψίδης. Αρχισυντάκτης από το πρώτο τεύχος είναι ο ΕΠΟΝίτης δημοσιογράφος Νίκος Καραντηνός.
Mε τη Νέα Γενιά συνεργάζονται πολλοί γνωστοί επιστήμονες, καθηγητές πανεπιστημίου, λογοτέχνες, παιδαγωγοί, πολιτικά στελέχη της ΕΑΜικής ηγεσίας. Είναι πολλοί οι συνεργάτες της Νέας Γενιάς. Αναφέρουμε εδώ μερικά μόνο ονόματα: Γιάννης Ρίτσος, Γιάννης Κορδάτος, Νίκος Κιτσίκης, Πέτρος Κόκκαλης, Κώστας Βάρναλης, Μάρκος Αυγέρης, Μενέλαος Λουντέμης, Δημήτρης Φωτιάδης, Δημήτρης Ψαθάς, Έλλη Αλεξίου, Ασημάκης Γιαλαμάς, Θέμος Κορνάρος, Νικηφόρος Βρεττάκος, Βασίλης Ρώτας, Γαλάτεια Καζαντζάκη, Νίκος Καββαδίας, Μιχάλης Παπαμαύρος, Θρασύβουλος Σταύρου, Γιώργος Κοτζιούλας, Γιώργης Λαμπρινός, Κώστας Θέος, Μ. Μαραγκουδάκης, Ρίτα Μπούμη – Παππά, Παύλος Κριναίος, Κώστας Μαρίνης, Νότης Περγιάλης, Μίμης Ραυτόπουλος, Χαρίλαος Σισμάνης, Γ. Eλευθεριάδης κ.ά.
Ο Σαρτρ είχε θεωρήσει ότι μεταξύ των προνομίων είναι και η αρνηση των υλικών αγαθών ως υπέρτατη εκδήλωση ηθικής ανωτερότητας και η θέση αυτή αναλύθηκε σε επιστημονικό κείμενο κοινωνιολογίας από τον Γκαστόν Μπουτούλ.
Και αυτό ταίριαζε απόλυτα για τον Παύλο Κριναίο.
Παύλος Κριναίος και Μαρία Πολυδούρη
Ο Παύλος Κριναίος προς τα τέλη της δεκαετίας του 1920 έγινε φίλος της Μαρίας Πολυδούρη και την επισκεπτόταν καθημερινά στο Νοσοκομείο Σωτηρία στη Βούλα, όπως μου έλεγε και όπως αφηγείται και η αδελφή της Μαρίας Πολυδούρη, η Βιργινία. Βλέπε το παρακάτω κείμενο της Ντουνιά.
Σελίδες από ανέκδοτη μαρτυρία τής Βιργινίας Πολυδούρη
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: ΜΙΣΕΛ ΦΑΪΣ – ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
Την επισκέπτονταν σχεδόν καθημερινά οι ποιητές Κ. Παπαδάκης, Μ. Ζώτος, Π. Κριναίος, Γ. Χονδρογιάννης και άλλοι που δεν θυμάμαι.
Μετά την επιστροφή της Μαρίας Πολυδούρη από το Παρίσι και την είσοδό της στο Νοσοκομείο «Σωτηρία», η Βιργινία της συμπαραστάθηκε, όσο μπορούσε και όσο ήταν δυνατόν για τις συνθήκες της εποχής και τις δυσκολίες που παρουσίαζε η φροντίδα μιας ανυπότακτης άρρωστης όπως ήταν η Πολυδούρη. Η Βιργινία, καλλιεργημένη και ευαίσθητη, δεν παντρεύτηκε και έζησε αφοσιωμένη στη μνήμη τής αδελφής της.
Εκείνη η Βιργινία έδωσε αρκετές πληροφορίες στη Λιλή Ζωγράφου σχετικά με τη ζωή τής ποιήτριας και συνέταξε μια βιογραφία – μαρτυρία για την αδελφή της, η οποία όμως δεν εκδόθηκε όσο ζούσε. Από αυτήν τη χειρόγραφη βιογραφία, που η τελευταία και οριστική της μορφή υπογραμμένη από τη Βιργινία καταλαμβάνει 22 χειρόγραφες σελίδες με χρονολογική ένδειξη: Οκτώβριος 1980, προέρχονται τα αποσπάσματα που ακολουθούν: το πρώτο αναφέρεται στο σταθερό ενδιαφέρον τής Πολυδούρη για τα δικαιώματα των γυναικών και το δεύτερο στο πώς η νεαρή ποιήτρια μετέτρεψε ένα άθλιο δωματιάκι στη «Σωτηρία» σε τόπο συνάντησης διανοουμένων και καλλιτεχνών.
Την έβαλαν στην τρίτη θέση σ’ ένα μικρό δωμάτιο που προοριζόταν για τους κατάκοιτους. […]
Το θλιβερό άγγελμα της αυτοκτονίας του Καρυωτάκη απ’ την Πρέβεζα την έφερε στο χείλος του θανάτου, μαυροντύθηκε και χειροτέρεψε το υπόλοιπο της ζωής της […].
Το δωματιάκι αυτό το διακόσμησε με ποιητές όπως ο Μπάυρον, ο Μποντλέρ και άλλους. Τον Καρυωτάκη τον είχε στο κομοδίνο της. Το μικρό δωματιάκι μεταβλήθηκε σε σαλόνι ποιητών και λογίων. Εκεί την επισκέφθηκε επανειλημμένως ο αναμορφωτής του Βασιλικού θεάτρου Φώτος Πολίτης, γιατί υπήρξε μαθήτριά του στη σχολή από τις ξεχωριστές. Επίσης η μεγάλη τραγωδός Μαρίκα Κοτοπούλη τη διέκρινε στη σχολή, είπε πολλά επαινετικά λόγια και προπαντός για τη φωνή της, τόσο γλυκιά και τόσο βελουδένια… Επίσης την επισκέπτετο συχνά ο Αγγελος Σικελιανός, σχεδόν κάθε μεσημέρι, με αγάπη και συμπόνια, αλλά έτυχαν τότε οι Δελφικές γιορτές και την αποχαιρέτησε χωρίς να την ξαναδεί πια. […] Εκεί στη Σωτηρία συνάντησε τον ποιητή Γιάννη Ρίτσο, που ήταν κι αυτός τρόφιμος για ένα διάστημα και συνδέθηκαν φιλικά.
Την επισκέπτονταν σχεδόν καθημερινά οι ποιητές Κ. Παπαδάκης, Μ. Ζώτος, Π. Κριναίος, Γ. Χονδρογιάννης και άλλοι που δεν θυμάμαι.
Ο Ζώτος καθόταν σε μια γωνιά με μάτια δακρυσμένα. Η Μαρία του είπε: «Το ξέρω Ζώτο, εσύ δεν θα με ξεχάσεις ποτέ, το βλέπω». Πράγματι ο Ζώτος όλα του τα τραγούδια τα έχει αφιερώσει σ’ αυτήν. Ενα απ’ αυτά, το «Ιερή μορφή π’ απόκοσμα σ’ έχει σμιλέψει ο πόνος… μόν’ δέξου την αγάπη μου κι ό,τι μου μένει ωραίο σαν προσφορά π’ αντίδωρο δε σου ζητά κανένα», μου έλεγε κάποιος συγγενής του, στο χωριό του το έχουν μελοποιήσει και το τραγουδούν τα παλικάρια […].
Η Μυρτιώτισσα, η μεγάλη καρδιά που την ονόμαζε η Μαρία, τη συντρόφευσε μέχρι το θάνατό της με πολλή συντριβή και αγάπη. Την έλεγε «παιδί της», που γεννήθηκε για να συνεχίσει το έργο της. Επίσης στη «Σωτηρία» δέχτηκε την επίσκεψη του Κώστα Ουράνη και της κυρίας του Αλκη Θρύλου, του Σκίπη και του σκιτσογράφου του «Βήματος» Φ. Δημητριάδη. Αυτό έγινε τον Ιανουάριο του 1930. Ο Δημητριάδης τη σκιτσάρισε και ο Ουράνης της μίλησε παρηγορητικά και με αγάπη και βλέπομε τότε στο «Βήμα» το δημοσίευμα του Ουράνη ολόκληρη σελίδα σε τρεις μέρες συνέχεια μαζί με το σκίτσο. Τότε είδαμε και το θρήνο της Μαρίας γιατί το «Βήμα» άνοιξε έρανο για τη διάσωσή της: «Δεν ζήτησα σωτήρες», είπε, «να κρατήσουν τα λεφτά και να σταματήσουν τους εράνους, δεν δέχομαι τίποτε!».
ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΝΤΟΥΝΙΑ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ – 20/05/2005
Κυρ Παύλο σε ευχαριστώ, Δημήτρης Λιμπερόπουλος, βιογράφος του Ωνάση
Κυρ Παύλο σε ευχαριστώ για το ήθος σου, το ταλέντο σου, τις συμβουλές σου, είμαι ένα από τα πουλενάκια σου, με τον Τόλη Γαρουφαλή, τον Κώστα Σισμάνη, τον Μίμη Παπαναγιώτου, τον Γιάννη Βανδώρο, τον Θεόδωρο Νικολαίδη. Δημήτρης Λιμπερόπουλος
Ναι, ο Τζιμ Λόντος υπήρξε κατασκεύασμα των οργανωτών, αλλά, όπως έλεγε ο Παύλος Κριναίος, κανένας άλλος παλαιστής δε συγκέντρωνε μαζί τόσα προσόντα: Αγαλματένιο σώμα, αρρενωπό πρόσωπο, ηράκλεια δύναμη, ευκινησία αιλουροειδούς, δεξιοτεχνία μεγάλου μάστορα, πανουργία και κυρίως θεαματικότητα που μπορούσε να ξυπνήσει και να συναρπάσει τα πλήθη… Κι όταν λέμε πλήθη, υπολογίστε δεκάδες χιλιάδες θεατές, που σε μια περίπτωση φτάσανε τα 105.000 πληρωμένα εισιτήρια, χωρίς τους τζαμπατζήδες! Δολάρια δηλαδή με ουρά…
Στη Στοά Πάπου έβγαινε παλιά η αθλητική εφημερίδα του Θ. Σέμπου και του Γ. Γεωργαλά, με αρχισυντάκτη τον Παύλο Κριναίο, που αναμασούσε κι εκείνος, όπως εγώ τώρα, όλο τα παλιά. Συγκεντρωνόμαστε γύρω του, ο Μίμης Παπαναγιώτου, ο Κώστας Σισμάνης, ο Γιάννης Βανδώρος, ο Στάμος Γρατσίας, οι τυπογράφοι, οι λινοτύπες, οι δοσατζήδες και οι αργόσχολοι και τον ακούγαμε να διηγείται γεμάτος έπαρση, καθώς ο Τόλης Γαρουφαλής τον τσιγκλούσε για τα φτιαχτά ματς. Ο Κριναίος, Κύπριος την καταγωγή, μας θεωρούσε όλους μαθητούδια του και μας αγαπούσε, αλλά όταν του θίγαμε τον Λόντο κλωτσούσε σαν μουλάρι και στα σφυρίγματα των τυπογράφων, νευρίαζε και κατέβαζε τα παντελόνια του, για να τους δείξει τα οπίσθια του, όπου τους έγραφε… Και καθώς εμείς κρυφογελούσαμε, έσφιγγε τη ζώνη του και μας έλεγε: —Ε, ρε πουλενάκια, που θα μου μειώσετε εσείς τους άθλους του Λόντου… Ολόκληρη η Αμερική παραληρούσε και μαζί της η Ελλάδα η Ψωροκώσταινα, όταν ο Τζιμ Λόντος σβούριζε με το αεροπλανικό του τον Στράγγαλ Λούις, τον Ρίτσαρντ Σίκατ, τον άνθρωπο-βουνό, τον Κβαριάνι, τον Ντιναρλί Μεμέτ, τον Βάντερβαλντ, τον Στανισλάβ Ζιμπίσκο… Και μια που θυμηθήκαμε τον Ζιμπίσκο, πολλοί θα έχετε δει την ταινία του Ζιλ Ντασέν «Όταν η πόλη κοιμάται» με συμπρωταγωνιστή το σπουδαίο Πολωνό παλαιστή, δίπλα στο Ρίτσαρντ Γουίντμαρκ. Για να δημιουργήσει ο Ντασέν ολόκληρη ταινία με υπόθεση την επαγγελματική πάλη και τον Ζιμπίσκο στο ρόλο του βετεράνου Έλληνα πρωτοπαλαιστή, καταλαβαίνετε τι παγκόσμια απήχηση είχε ακόμη τότε αυτό το σόου της σωματικής δύναμης. Αλλά και πόσο πλανιότανε στον αέρα ο απόηχος από τους θριάμβους του ΄Ελληνα τσάμπιον.
Παύλος Κριναίος
Κυρ Παύλο σε ευχαριστώ για το ήθος σου, το ταλέντο σου, τις συμβουλές σου, είμαι ένα από τα πουλενάκια σου, με τον Τόλη Γαρουφαλή, τον Κώστα Σισμάνη, τον Μίμη Παπαναγιώτου, τον Γιάννη Βανδώρο, τον Θεόδωρο Νικολαίδη. Δημήτρης Λιμπερόπουλος
ΠΟΛΕΜΙΚΗ ΤΟΥ Π. ΚΡΙΝΑΙΟΥ ΚΑΤΑ ΕΛΛ. ΣΟΥΡΡΕΑΛΙΣΤΩΝ
ΕΝΑ ΘΕΩΡΗΤΙΚΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΤΟΥ ΠΑΥΛΟΥ ΚΡΙΝΑΙΟΥ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΣΟΥΡΡΕΑΛΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΤΟΤΕ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟΥ ΚΟΣΜΟΥ. ΠΕΡΙΛΑΜΒΆΝΕΤΑΙ ΣΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΤΟΥ ΠΟΙΗΤΙΚΟ ΒΙΒΛΙΟ, «ΤΟ ΣΤΑΥΡΩΜΕΝΟ ΛΙΘΟΣΤΡΩΤΟ» ΤΟΥ 1980
Γράφτηκε στο τέλος της δεκαετίας του ΄70.
«Η ΒΑΘΥΤΑΤΗ ΚΡΙΣΗ ΠΟΥ ΜΑΣΤΙΖΕΙ ΤΗΝ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΠΟΙΗΣΗ»
Οί προχειρολόγοι, ανίδεοι καί ματαιόδοξοι εγκεφαλικοί στιχουργοί υποβαθμίζουν την τέχνη και εξανδραπαδίζουν την ποίηση.
Ή Ελληνική ποίηση περνάει τα τελευταία χρόνια, παρ’ όλον τον δοξαστικόν πανηγυρισμό των δυο βραβείων Νόμπελ με τα όποια τιμήθηκεν ή χώρα μας, σοβαρή κι’ επικίνδυνη κρίση για δύο βασικές αιτίες. Ή πρώτη είναι η εξοργιστική πνευματική ή συγγραφική ασυδοσία, η ανεξέλεγκτη στιχοπλημμύρα κι’ ο τυχοδιωκτικός ποιητικός ναρκισσισμός και η δεύτερη αιτία είναι η ανεύθυνη, μεροληπτική καί φατριαστική κριτική θεώρηση των ποιητικών βιβλίων. Τ’ αλλεπάλληλα αυτά τομίδια ή πλακέτες καταδυναστεύουν και υποβαθμίζουν τον πνευματικόν μας πολιτισμό, αποπροσανατολίζουν το αναγνωστικό κοινό και δίνουν λαβή και αφορμή σε χλευασμό καί είρωνεία.
Κάθε χρόνο κυκλοφορούν ή διανέμονται σε φίλους καί εχθρούς, εκατοντάδες στιχουργικά βιβλία με συμβατικά, εγκεφαλικά καί ανούσια κείμενα, χωρίς κραδασμό καί δημιουργικήν έμπνευση, ποιητικά υποπροϊόντα με… αξιώσεις καί ανυπολόγιστο θράσος. Μερικά είνε γραμμένα σε παραδοσιακό στυλ, καί τα υπόλοιπα σε ποσοστό 80% προβάλλουν την αφελή αξίωση να θεωρηθούν πρωτοποριακά καί μοντέρνα! Κι’ όταν διαβάσεις ένα από τα ανωφελή και κενόδοξα αυτά βιβλία είναι σαν νάχεις διαβάσει και όλα τάλλα, αφού όλα κινούνται στον ίδιο ντορό, με την ίδια κουραστική ισοπεδωτικήν ομοιομορφία.
Ένα μεγάλο ποσοστό των βιβλίων αυτών είνε νεανικό καί παρε-ξηγημένο. Τα υπόλοιπα είνε ποιήματα φιλόδοξων κυριών καί κοριτσιών με συμπαθή αρριβισμόν καί κοσμικήν ματαιοδοξίαν, ακόμη καί νέων, ή… ηλικιωμένων νέων που αγνοούνε το «γνώθι σ’ αυτόν» καί δεν κατορθώνουν να θεραπεύσουν την στιχουργικήν των άκράτειαν. Ή επίδειξη στίς περιπτώσεις αυτές κατάντησε νόμος καί ή κούφια φιλο-δοξία θεσμός. Στά κείμενα των επικρατεί ο βερμπαλισμός, ή συμβατική μεταφορά καί εικόνα, ή έλλειψη κάθε κραδασμού καί της πιο απλής συγκινήσεως. Οί ποιητές αυτοί θεωρούνε το πιο εύκολο πράμα του κό-σμου να γράψουν ένα μεγάλο ή μικρό στιχερό με φτηνά διανοήματα ή καθυστερημένα μελοδραματικά συναισθήματα. Κι’ αν γράφουν στο παραδοσιακό στυλ, οί στίχοι των είνε χαλαροί καί χωρίς άρμονίαν, οί λέξεις των φτωχές καί ρακένδυτες καί τα νοήματα των κοινά καί τετριμμένα. Ό παραδοσιακός στίχος χρειάζεται επώδυνο μόχθο, αίσθητική καλλιέργεια καί ουσιαστική παιδεία μαζί με πλήρη κι’ ολοκληρωμένη γνώση της γλώσσας. Ό… σουρρεαλιστικός ή μοντέρνος εινε ξέφραγο αμπέλι. Οι προχειρολόγοι ποιηταί της μορφής αυτής γράφουνε δ,τι θέλουν κι’ ό,τι κατέβει στην πέννα τους. Κι’ ο ανεύθυνος ή ανυποψίαστος γνώστης διαβάζει κατάπληκτος παραλογισμούς και λογής έξωφρενισμούς, με πεζολογικήν σύνθεση και ψυχεδελικά νοήματα, αν υπάρχουν τέτοια. Και στους μεν και στους δε, δηλαδή στους παραδοσιακούς και στους μοντέρνους απουσιάζει ο οίστρος, ο κραδασμός της ψυχής, η αγία συγκίνηση που οιστρηλατεί το πνεύμα και απολυτρώνει το νου. Τα ποιήματα αυτά είναι σκορδαλιά χωρίς σκόρδο, όπως έλεγε χαρακτηριστικά ο Ροΐδης την ποίηση του Αλέξανδρου Σούτσου.
0ι μοντέρνοι επικαλούνται το αίτημα της σουρρεαλιστικής σχολής που θέλει να αξιοποιήσει ποιητικά τις ψυχαναλυτικές θεωρίες του Γιούγκ, του Σαρκώ του Φρόϋδ. Κι’ όμως καμμιά σχολή, μηδέ ό παρνασσισμός, συμβολισμός κλπ., δεν έδημιούργησαν μεγάλους ποιητές και πεζογράφους. Ή ταξινόμηση εινε κανόνας, γεωμετρικό σχήμα και πρόσχημα.
Ο Μορεάς ρωτήθηκε από θαυμαστές του, υστέρα από την κυκλοφορία των «Στροφών» του, σε ποια σχολή θα πρέπει να καταταγούνε τα ποιήματα αυτά, και ο Έλληνογάλλος ποιητής με την στριφτή άρματωλική μουστάκα και το αριστοκρατικό μονύελο, είπε με αποστομωτικήν είλικρίνεια:
«Τα ποιήματα των «Στροφών» δεν ανήκουν σε καμμιά σχολή σε καμμιά τεχνοτροπία. Ανήκουν στην αιωνία σχολή της αληθινής εμπνεύσεως και της αληθινής ποιήσεως, που δονείται από πάθος, οραματισμό και συγκίνηση». Ό Κόλεριτς, είπε πώς «ή ποίηση εινε ιδανική διάταξη, ιδανικών λέξεων» κι’ ο μουσικώτατος Πωλ Βαλερύ έδογμάτισε πως «η ποίηση εινε η ανάπτυξη ενός επιφωνήματος». Κι’ο Σολωμός είπε «Ποίηση είνε ο λόγος μετουσιωμένος σε εικόνες και αισθήματα». Τί χρείαν εχομεν λοιπόν άλλων μαρτύρων;
0ι σύγχρονοι ποιητικοί Μπερτόδουλοι, επικαλούνται, (για να δικαιολογήσουν την… πρωτοτυπίαν -και τις εμβρόνττητες μεταφορές και εικόνες των) τον σουρρεαλισμόν και την ποιητική νομοθεσία. Κι’ όμως οί ανυποψίαστοι αυτοί στιχουργοί λησμονούν υποτιμούν το άκλόνητον αξίωμα πως η ΟΥΣΙΑ (νόημα) κι’ όχι η ΜΟΡΦΗ είνε τα κυριαρχικά στοιχεία στην αληθινή ποίηση που επιβάλλει, μυσταγωγεί και μεταρσιώνει.
Άγκαλά στην παραδοσιακή μορφή, ουσία και μορφή συγχωνεύονται και ο ρυθμός και η ρίμα συμπλέκονται σε ιδεώδη ύμέναιο με μουσικές απηχήσεις. Διαβάστε τα σονέτα του Γρυπάρη· και του Μαβίλη, τις «Εκατόν Φωνές» του Παλαμά, το «Μήτηρ θεοΰ» του Σικελιανοΰ, τα «Κεριά» και τα «Τείχη» του Καβάφη, τον «Μπαταριά» του Μαλακάση, για να επιδοκιμάσετε απόλυτα τις απόψεις μου. Έξαλλου πρέπει να λησμονούμε πως η ποίηση, όλων των εποχών κι’ όλων των “τεχνοτροπιών θα πρέπει απαραίτητα να είνε και ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ, να ανήκει «φύσει και θέσει» στην ομορφιά και την καλλιλογία, στην μαστοριά και την μουσικήν επένδυση.
Δηλαδή ή ποίηση πού θα κερδίσει τον τόπο και χρόνο, θα γίνει μνήμη κι’ απόκτημα του λαού, κοντά στο οποιοδήποτε νόημα, φιλοσοφικό στοχασμό ή συναισθηματική έξαρση, θα πρέπει να είνε ντυμένη με φως και διαποτισμένη με λογοτεχνική μαστοριά.
Ό Καζαντζάκης στην εισαγωγή της μεταφράσεως της «θείας Κωμωδίας» του Δάντη, υπεραμύνεται με πάθος την άψογη κι’ απόλυτα μαστορική, λογοτεχνική δομή οποιανού ποιήματος. Γράφει λοιπόν στην εισαγωγή του, μεταξύ των άλλων: «Μα όλο αυτό το πάθος θα χανόντανε άνεργο, αν ό Δάντης δεν τώχε οχυρώσει μέσα σε τέλειον στίχο.
Ένα μονάχα, μπορεί να αντισταθεί και να νικήσει τον Καιρό, ή ΤΕΛΕΙΑ ΦΟΡΜΑ». Ο Δάντης διάλεξε τις λέξεις, όπως ο ανάλγητος στρα-τηγός διαλέγει τους στρατιώτες του σε μιαν επικίνδυνη έφοδο. Δεξά — ζερβά στην κάθε λέξη τοποθέτησε άλλες διαλεχτές, ατράνταχτες λέ-ξεις, αξεδιάλυτα κολλημένες ή μια με την άλλη, χωρίς καμμιά ραγισματιά ανάμεσα τους, πούθε θα μπορούσε να τρουπώξει το σαράκι του καιροΰ». Κι’ άλλου σημειώνει: «Τέτοιο είναι τ’ ορατό σώμα πού εδωκεν ο Δάντης στ όραμά του. Σώμα μαθηματικά άρχιτεκτονημένο, οπού ή φαν-τασία εινε σκληρά υποταγμένη στον αυστηρό νου του δημιουργού. Ή επανάληψη του ιεροΰ αριθμού 3 κυβερνά ολόκληρο το ποίημα. Τρία μεταθανάτια βασίλεια, εννηά κύκλοι, εννηά ουρανοί, εννηά αγγελικοί χοροί, τρία μέρη του έπους, τριαντατρία τραγούδια στο κάθε μέρος, ή τερτσίνα τέλος, ή αυστηρότατη ρίμα πού σφιχτοπλέκει άξεχώριστα τρεις – τρεις τους στίχους».
***
Ό σουρρεαλισμός, πού βρήκεν απήχηση σ’ όλον τον κόσμο ανάμεσα στην δεκαετίαν 1920 – 1930, για να πεθάνει καί να ταφεϊ άδοξα χωρίς κερί καί λιβάνι από το 1935 κι’ υστέρα πήρε στον λαιμό του εκατοντάδες δικούς μας και ξένους πτωχοπροδρομικούς ποιητές, που παρεξηγήσανε τον σκοπό, την δομή καί τα συστατικά του και βαλθήκανε να γράφουν ψευδομαντικά καί ψυχεδελικά ποιήματα με αξιώσεις καί διεκδικήσεις ποιητικών θώκων καί βραβείων.
θ’ αναφέρω δυο συγκεκριμένα παραδείγματα. Δυο αξιόλογοι σουρρεαλιστές ποιητές πού θεω-ρούνται στυλοβάται, εισηγηταϊ και πρόδρομοι του σουρρεαλισμού στην Ελλάδα, ο Εμπειρίκος κι’ ο Εγγονόπουλος, μιμήθηκαν τα πρώτα διδάγματα ή προϊόντα του Γαλλικού σουρρεαλισμού των εισηγητών και εμπνευστών του. (Έλυάρ, Άραγκόν, Τσαρά, κ.λπ.) καί γράψανε χαρακτηριστικά ανεδαφικά καί εμβρόντητα πεζολογικά ποιήματα πού προ-καλούν αρχικά την έκπληξη κι’ ύστερώτερα τα συμπαθητικά μειδιάματα.
Διαβάστε το ποίημα «Άσβεστης» του ‘Αντρέα Εμπειρίκου.
ΑΣΒΕΣΤΗΣ
«Δεν έχομε κυδώνια. Μας πήραν to ισότοπο του βραχυτέρου μας πολτού καί μένουν κάτω από τον φλοίσβο του οι νεαρές λεοπαρδάλεις, μόνο και μόνες τους με τα μαύρα φλουριά τους και την ψυχρήν ερήμωση του τελευταίου γλάρου.
Δεν έχομε κυδώνια. Φορτία ευκαλύπτων πεθαίνουν μεσ’ την παλάμη των παλμών μας, και ό,τι κι αν πούμε και ό,τι κι αν δούμε κερνάμε την εξέχουσα νοημοσύνη των αρωματισμένων μειρακίων. Δεν έχομε κυδώνια ή μήπως έχο-με την κυδωνόπλαστη τραχύτερή τους μορφή καταιγισμών, κάποι και χλιαρά σταχυολογήματα μεταβατικών καί άρνητικον κλωθογύρισμα πόλου και τρύπα».
Συγκινηθήκατε, νοιώσατε την Ιερή ψυχικήν αγαλλίαση που υποβάλλει το αληθινόν ποίημα; Εσείς θα το κρίνετε.
Άλλα κι’ ο Εγγονόπουλος, πού τιμήθηκε πέρισυ με το κρατικό βραβείο ποιήσεως μας έδωσε χαρακτηριστικά δείγματα του ορθόδοξου σουρρεαλισμού που ανήκει στο παρελθόν, αφού έκλεισε τον επαναστατικόν κύκλο του.
θα· παραθέσω εδώ ένα σύντομο, αλλά χαρακτηριστικό ποίημά του. Ίσως του πειραματικού του σταδίου στην μοντέρνα ποίηση, αφού ο Εγγονόπουλος, προικισμένος ποιητής έγραψε αργότερα την περί-φημη «Ωδή στον Μπολιβάρ» πού δονείται από βαθύτατη συγκίνηση και διαποτίζεται από πηγαία συναισθηματικήν εύρρυθμία.
Ιδού λοιπόν το «ΠΡΩΤΝΟ ΤΟΥ ΤΡΑΓΟΥΔΙ»
Ερώτησα κάποτες γιατί τάχατες η τραγική και σεμνή παρθένα που λεγόταν Πουλχερία, την παραμονή του γάμου της σφουγγάρισε προσεχτικά όλο to σπίτι και την επομένη απέθανε;
Μια που καθάρισε και νοικοκύρεψε τα πάντα, γιατί δεν χάρηκε κι αυτή τις μακρυές λευκές δαντέλες, τους λευκούς πολύπλοκους φαρμπαλάδες και τα πολύχρωμα, μεγάλα φτερά του γάμου; Γιατί;
Διότι, είπε ίσως ό πατέρας μου, διότι πρέπει να έχει ό στρατιώτης το τσιγάρο του, το μικρό παιδί την κούνια του κι’ ο ποιητής τα μανιτάρια του. Διότι πρέπει να έχει ό στραδιώτης την πλεκτάνη του, το μικρό παιδί τον τάφο του, ο ποιητής τη ροκάνα του.
Διότι πρέπει να έχει ό στραθιώτης το σκεπάρνι του, το μικρό παιδί το βλέμμα του, ο ποιητής το ροκάνι του!
Δηλαδή όταν ο ποιητής έχει τα μανιτάρια του, την ροκάνα του και το ροκάνι του, τα προβλήματα λύνονται με τον καλλίτερον, αγαθώτερον και σουρρεαλιστικώτερον τρόπον. Να λοιπόν τα αισθητικά αποτελέσματα του μακαρία τη λήξει σουρρεαλισμοΰ που αντιστρατεύεται και φαλκιδεύει τα Ελληνικά δεδομένα, την αρχαία, μεσαιωνική και νεώτερη παράδοση, την αίαθητικήν καλλιέργειαν, την νοημοσύνην καΐ την εύμολπίαν, όπως εχαρακτήριζαν οί κλασσικοί μας τον συγκερασμόν νοήματος, ΰφους, μέτρου, καλλιλογίας, υποβλητικής συγκινήσεως και δραματικής μεταρσιώαεως.
Ό διακεκριμένος αναλυτής και τεχνοκριτικός κ. Π. Α. Κισκύρας σε σχετικόν άρθρον του για την μοντέρνα ποίηση, στο περιοδικό «Νέα Σκέψη» (Φεβρουάριος 1979) γράφει μεταξύ των άλλων για τον σουρρεαλισμόν καΐ τον άδοξο θανατά του. «Ή εμφάνιση του σουρρεαλισμοΰ δεν υπαγορεύτηκεν από γνήσιες και ενδόμυχες αισθητικές ανάγκες, αλλά ύπήρξεν απλώς ένα παθολογικό μεταπολεμικόν άπόβλημα, από τα τόσα πού κυοφόρησεν ο διχασμένος και αντιφατικός πολιτισμός του αιώνα μας. Και δεν είνε άλλωστε η μόνη, φτάνει να αναλογισθεί κανείς ή να ζητήσει να βρει έναν έστω σουρρεαλιστή Τυρταίο ή μια σουρρεαλιστική Μασσαλιώτιδα σ’ ολόκληρο τον τρίτο κόσμο πού αγωνίζεται κι’ αγω-νιά για την Εθνική και κοινωνική του απελευθέρωση.
Καμιά συνεπώς αμφιβολία ότι το μέλλον του σουρρεαλισμού είναι το ίδιον με όλων των εκτρωματικών τύπων που σε κρίσιμες περιστά-σεις απορρίχνει η ζωή και η κοινωνία και που η αμαρτωλή καταβολή των τους έχει καταδικάσει σε άδοξη εξαφάνιση. Αλλά εινε αστείο να εξακολουθεί να υποστηρίζεται ότι ο σουρρεαλισμος ήτανε «ανανεωτικό» και «αναγεννητικό» κίνημα που έβγαλε δήθεν την ποίηση από το μετα-πολεμικόν αδιέξοδο,, σάμπως ή παρακμή κι’ αποτελμάτωση του ποιητικού λόγου, εκείνη την εποχή, να ήταν υπόθεση μορφής και όχι ουσίας, περιέχοντος και όχι περιεχομένου, σαρκίου και όχι ψυχής».
Δεν ισχυρίζομαι βέβαια, πώς θα πρέπει ή σύγχρονη ποίηση να διατηρήσει τα παραδοσιακά της γνωρίσματα πού εινε στοιχεία του αλλοτινού καιρού ανεδαφικά και ξεπερασμένα, επιμένω όμως πώς το ποιητικό νόημα θα πρέπει να κυριαρχεί, να εκφράζει την εποχή του, να στέκει δίπλα στον πανικοβλημένο σύγχρονον άνθρωπο, να χειραγωγεί και να καλλιεργεί την αισθητικήν αγωγήν καί να συγκινεί επί τέλους τον οποιονδήποτε αναγνώστη, όπως η μουσική κι’ ο χορός. Με τα σουρρεαλιστικά τερτίπια και τα εξωφρενικά σχήματα, οξύνεται ο εμπαιγμός και ο σαρκασμός του υποθετικού αναγνωστικού κοινού καί πλαστογραφείται η ποίηση, η σεπτότερη κι’ υψηλότερη μορφή του πολιτι-σμού και της τέχνης.
Μα θα πρέπει να πούμε δυό λόγια, για τις ώργανωμένες κλίκες, εταιρείες καί κάστες των πάσης μορφής τεχνοκριτών καί κηνσόρων του πνευματικού μας βίου που λυμαίνονται και εξανδραποδίζουν την Τέχνη (μουσική, θέατρο, πεζογραφία, ποίηση), από τις στήλες των Αθηναϊκών Εφημερίδων καί περιοδικών, με συνεντεύξεις καί εκπομπές από το ραδιόφωνο καί την τηλεόραση.
Τα κλειστά κυκλώματα, χειροτονοΰν με παχυδερμικήν ασυνειδησίαν ευτελείς καί ασήμαντους ποιητές, θορυβούν καί χρησιμοποιούν απαράδεκτα καί αντικοινωνικά μέσα για την επιτυ-χία του σκοπού των, φενακίζουν σε τελευταία ανάλυση την κενή, ματαιόδοξη κι’ αλαζονική κοσμικήν φιλολογική καί λογοτεχνική μετριότητα.
Αντιθέτως καταδικάζουν σε σιωπή καί αφάνεια τους σεμνούς καί α-ληθινούς εργάτες της Τέχνης, καί ιδιαιτέρως δταν αυτοί γίνονται επικίνδυνοι με το άρτιον ή επιβλητικόν έργον των στις συνωμοτικές των ίντριγκες πού κατασπιλώνουν τον ήθικδ καί κοινωνικό μας βίο καί υποβαθμίζουν τον σεπτό ρόλο καί την αποστολή της τέχνης. Ό γνωστός ποιητής Χρήστος Κουλούρης (Διευθυντής του περιοδικού «Νέα Σκέψη» σ’ ένα δριμύτατο άρθρο του στο περιοδικό του (‘Οκτώβρης 1977) με τον τίτλο «Ή πνευματική άγυρτεία» επισημαίνει το φαινόμενο και καυτηριάζει την πνευματικήν ασυδοσίαν καί την λογοτεχνική ασυνειδησία των ταραχοποιών, λογοκλόπων, τεχνοκριτικών κλπ.
«Στον πνευματικό, χώρο, γράφει μεταξύ των άλλων δ κ. Κουλού-ρης, άνθρωποι ανυπόληπτοι πού κατά καιρούς αποκαλύφθηκαν επαίσχυντοι, ταραχοποιοί, δοσίλογοι, λογοκλόποι, επιπλέουν και πάλιν, διαχει-ρίζονται τα κοινά της πνευματικής και καλλιτεχνικής ζωής, εισχωρούν παντού χωρίς ίχνος αξιοπρέπειας καί ντροπής για την άντιπνευματική τους .δραστηριότητα, μιλούν καί εμφανίζονται ως εκπρόσωποι μεγάλων οργανωμένων ομάδων, καλλιεργούν το έδαφος για προσωπικές τους υποθέσεις, εμπαίζουν ειρωνεύονται ή και ελέγχουν όσους δείχνουν κάποια σοβαρότητα. Και δεν παραλείπουν να δηλώνουν απερίφραστα, δτι άπο αυτούς ξεκινά κάθε είδους πνευματική λειτουργία».
Βέβαια δλα. έτοΰτα, αναρριχήσεις και ναρκισσισμοί, συνωμοτικές ίντριγκες, και πνευματικοί δοσιλογισμοί, σημειώνουν πρόσκαιρη κι επισφαλή επιτυχία. Σιγά – σιγά με τον καιρό δλα καταλαγιάζουν και σβήνουν κάτω από την γενικήν αδιαφορία και περιφρόνηση. Οι άνθρωποι πού κατεδίκασαν σε σιωπή και σε αφάνεια τον Κάλβο, τον Καβάφη, τον Καρυωτάκη και τόσους άλλους, γινήκανε πολύ γλήγορα αποδιοπομπαίοι και περιθώριοι. Σέ λίγα χρόνια θα τους καλύψει ή αμείλικτη και ανένδοτη ταφόπετρα. 0ι σεμνοί πρέπει να έχουν κουράγιο. Μπορούνε να περιμένουν. Θαρθεϊ οπωσδήποτε ή ώρα των.
ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΠΑΥΛΟΥ ΚΡΙΝΑΙΟΥ
Μες τον ανθώνα ξεψυχούν την ύπατη αγωνία,
σε φέγγος δειλινού ιλαρό, τα κρίνα κι’ ολοένα
μαδούν τα φύλλα των στη γη σε μια μοιραία θυσία
σαν πούπουλα χερουβικά λευκά και μαδημένα.
Και στον τεφρό ουρανό περνά μακάβρια λιτανεία,
σμάρι λευκών περιστεριών
– των κρίνων οι ψυχές – κι’ ή σιγανή βροχή
γλυκά τονίζει μια ελεγεία, κι’ υφαίνει αιθέριο
σάβανο θαμπό με ογρές κλωστές.
Στο φαρμακείο
Στου φαρμακείου την πληχτικιά γαλήνη, που μεθάει
της καμφοράς και του πικρού λαδάνου ή ευωδιά,
σε μια καρέκλα σιωπηλή με βουρκωμένα μάτια
και με σεμνή κι’ ασκητικιά μορφή απ’ της άγρύπνιες
προσμένει ή γριά το φάρμακο, πού το ετοιμάζει αργά
σ’ ένα γουδί κρυστάλλινο σκυφτός μουγγά ο σπετσέρης,
κι’ αφηρημένη και ρεμβή κοιτάει θλιβά και κρύα
προς της βιτρίνες, πού κλειστά μπουκάλια με ετικέτες
μυστηριακές, πολύχρωμες, φαντάζουν στη γραμμή
στρατοί πού μάταια πολεμά και αιώνια δίχως τέλος
το χαλαστή το θάνατο, πού διαγουμίζει κάστρα
και, στους γιαλούς κουρσεύοντας, του βίου μας τα καράβια
σέρνει μακρυά στα ρόδινα πεογιάλια του Αιωνίου,
—Κι’ όλο προσμένει, και στιγμές περίλυπη ως θανάτου
κουνάει συμβολικά κι’ αργά τάσ;ιρυ κεφάλι ί] γριά,
παραμιλώντας στη σιωπή με απελπισία κι’ οδύνη.
—Κι’ όλο ένα φέρετρο κλειστό με ανθιά λευκά διαβαίνει
φανταστικά απ’ τα μάτια της-του αγαπημένου αρρώστου.
Και τρεμουλιάζει, κι’ αρχινά λικνιστικά ένα κλάμα,
καθώς τραγούδι ερημικού’ σιντριβανιού που στάζει
μέσ τη σιωπή των πένθιμων και σιωπηλών νερών.
Ή φωταγωγημένη Άθήνα
(“Όπως την είδα μια νύχτα αυγουστιάτικη από την Ακρόπολη)
Σέ δυο ουρανούς—σε δυο ωκεανούς—απόψε ανάτειλαν τά ‘στρα, θαμπά
στον ουρανό και φεγγοβόλα, στην πολιτεία κάτωθεν αναρίθμητα
φώτα γλυκά, χρυσά κι’ ονειροπόλα.
Κι’ είναι ως λιμάνι η Αθήνα αχνό κι’ απέραντο, τα σπίτια της καράβια
πού ησυχάζουν κι’ οί ναύκληροι κοιμούνται κι’ ονειρεύονται
τα μάκρυνα ταξίδια πού τους κράζουν.
Και κάπου σβιέται ωχρό βαθιά ένα φως τρεμάμενο, σφυράει
το τραίνο, και θαρρείς στην ησυχία τη βραδινή, πώς το καράβι
εσάλπαρε προς κάποια μακρινή του αποδημία.
Ω Αυγή της Αττικής, μην κατεβείς στ’ αχνό λιμάνι μας γιατί μαζί σου
Ω τα καράβια φορτωμένα όλα σου τ’ άυλα ρόδα και τους πόθους μας,
σ’ έρμα πελάη βαθιά θα σβήσουν ξένα.